Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Το κόκκινο της Ανατολής


 
Υπόθεση
Στα πολύβουα Αμπελάκια του 1798 καταφθάνει ένας μυστηριώδης Γάλλος περιηγητής. Ο μεσιέ Λεκλέρ καταλύει στο χάνι του Αυγέρη όπου μένουν και άλλοι ξένοι. Παρά τις επίμονες ερωτήσεις του ιδιοκτήτη, καταφέρνει να κρατήσει τον σκοπό του ταξιδιού του μυστικό και να παραπλανήσει τους ντόπιους για τις αληθινές του προθέσεις. Στο μεταξύ, ληστές ετοιμάζονται να χτυπήσουν μια χρηματαποστολή επειδή οι Αμπελακιώτες δεν δέχτηκαν τον εκβιασμό τους. Χάρη όμως στην τύχη, την παρατηρητικότητα και την υπευθυνότητα ενός αγοριού, η πλούσια πολιτεία θα γλιτώσει από αυτόν και άλλους κινδύνους που την απειλούν. Ο Χρόνης, που μπορεί να βαριέται τα γράμματα αλλά είναι έξυπνος, θαρραλέος και γεμάτος όνειρα για το μέλλον, θα κερδίσει σύντομα την εκτίμηση των συμπατριωτών του και των προεστών για τις πράξεις του. Δεν θα συμβεί το ίδιο και με τον νεαρό Ίβο, που επιστρέφει από το εξωτερικό με νέες ιδέες για τον τρόπο επεξεργασίας του φημισμένου κόκκινου νήματος...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Άννα Γκέρτσου - Σαρρή
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-04-0465-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 1991
Σελίδες: 141
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Εξαιρετικό μυθιστόρημα εποχής, που μας μεταφέρει στο "μικρό Παρίσι" των Τεμπών, στα Αμπελάκια του 1798. Καλογραμμένο, με γλώσσα απλή και σκηνές γεμάτες θεατρικότητα, το (βραβευμένο) βιβλίο διαβάζεται πολύ ευχάριστα από μικρούς και μεγάλους. Τα εικοσιτέσσερα μικρής έκτασης κεφάλαια (5-6 σελίδων το καθένα) δεν κουράζουν τον αναγνώστη και κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο ως το τέλος, χάρη στη ζωντάνια των διαλόγων και τις ανατροπές. Η συγγραφέας αναπαράγει με ρεαλισμό τις συνθήκες ζωής του πληθυσμού της υπαίθρου χωρίς να κρύβει την αγάπη της γι' αυτόν, και να μας περνάει μηνύματα για την αξία της συνεργασίας, τον πατριωτισμό και την προστασία του περιβάλλοντος. Εικονογράφηση, κάποιος σχετικός χάρτης ή φωτογραφίες ντοκουμέντων της εποχής δυστυχώς δεν υπάρχουν, στις τελευταίες σελίδες όμως βρίσκουμε μια μικρή λίστα με πηγές που μπορεί να αξιοποιήσει όποιος ενδιαφέρεται να εμβαθύνει στο θέμα. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού (ειδικά της Στ') και του Γυμνασίου.

  • Καλογραμμένη και ενδιαφέρουσα ιστορία
  • Θεατρικότητα χαρακτήρων, διαλόγων και σκηνών
  • Πληροφορίες για την ζωή στα Αμπελάκια
  • Προβάλλονται ωφέλιμες αξίες όπως αυτή της συνεργασίας

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Υπευθυνότητα, Συνεργασία, Περιβάλλον - Αειφορία, Εκπαίδευση, Ταξίδια, Ανισότητα, Καταναλωτισμός, Αρχαιοκαπηλία, 25 Μαρτίου.

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν ο Χρόνης κρυφακούει στο δάσος τη συνομιλία των κλεφτών.

Εικονογράφηση
 
Απόσπασμα
Ο Χρόνης έστηνε αυτί στις κουβέντες τους. Μα δε γινόταν καθόλου λόγος για αρχαία. Πήρε τότε αυτός το θάρρος να τους πει για το Φραντσέζο που ‘χε έρθει στ’ Αμπελάκια και γύρευε νομίσματα από τους συντοπίτες του. Μπορεί και κάποιος απ’ εκείνους να είχε βρει ή να ήξερε κάποιον άλλο που είχε βρει. Αλλά τίποτα. Όλοι είχαν τη δικιά του ατυχία. Ποτέ δεν είχαν βρει τέτοιο μέταλλο, στρογγυλό, δουλεύοντας τη γη.

Πριν πάρει να γείρει ο ήλιος, ξανά στα βήματά τους, ανηφόριζαν το δρόμο για το βουνό, για την πόλη τους. Χαρούμενος ξεκίναγε το χάραμα, χαρούμενος γύριζε τ’ απομεσήμερο. Πρώτη του δουλειά, έκοβε δρόμο από την Κρυόβρυση κι έτρεχε στο χάνι να δει το Μάνθο. Κι όποτε ήταν λεύτερος, εκεί κλωθογύριζε. Τα λέγαν με το Μάνθο. Τι έγινε στον κάμπο. Τι έγινε στο χωριό.

Φέρα στο Γάλλο κάμποσα νομίσματα. Κι οι πιο πολλοί ήταν άνθρωποι που είχαν ανέβει από τον κάμπο. Ο μεσιέ Λεκλέρ τα εξέταζε για ώρα στο φως. Κοίταζε τις κεφαλές, την παράσταση που είχαν, τις επιγραφές, και αν οι μορφές και τα γράμματα δεν ήταν ξεκάθαρα, τα γύριζε πίσω. Τα καλά τα κράτησε, πλήρωσε και τους παράδες που είχε υποσχεθεί.

Κι εκεί που όλοι περιμέναν ότι τέλειωσε τη δουλειά του και θα πήγαινε στο καλό, ο Γάλλος εκδήλωσε μεγάλο ενδιαφέρον για τη βιβλιοθήκη τους.  Πρώτα έκανε ένα γύρο στα μοναστήρια. Όμως τούτοι δω οι Αμπελακιώτες είχαν φτιάξει βιβλιοθήκη. Και σπουδαία μάλιστα. ΤΑ μοναστήρια τους τριγύρω δεν είχαν τους θησαυρούς που έβρισκες σ’ όλη την Ελλάδα να τους κατατρώει η μούχλα κι ο σκόρος. Όλα τα παλιά χειρόγραφα και οι πολύτιμοι τόμοι βρίσκονταν τακτοποιημένα στη βιβλιοθήκη τους. Έτσι ο Γάλλος χωνόταν εκεί μέσα, ξεφύλλιζε βιβλία με τις ώρες, και μελετούσε μέχρι που έπεφτε σκοτάδι και δεν έβλεπε πια.

Μετά γύριζε στο πανδοχείο που ήταν γιομάτο από τους ντόπιους. Όσο ο μεσιέ Βίνστον αποτραβιόταν στο δωμάτιό του, τόσο αυτός ανακατωνόταν με τους ντόπιους.

Καθόταν ανάμεσά τους, έπινε τα κρασάκια του και μελετούσε φάτσες. Το διαπεραστικό του μάτι ψυχογραφούσε. Τα ελληνικά του διευκόλυναν.

Ύψωνε την κούπα στο διπλανό του κι άρχιζε την κουβέντα.

- Πώς πήγε η δουλειά, πατριώτη;

- Πώς να πήγε; Να κοπανάς όλη μέρα!

Στα κοπανιστήρια λοιπόν.
Γύριζε στον άλλο.

- Κι εσύ τα ίδια;

- Τα ίδια και χειρότερα! Στα καζάνια όλη μέρα.

- Μπα, βαφέας του λόγου σου; ρωτούσε μ’ ενδιαφέρον ο Γάλλος.

- Α μπα! Όχι! Εγώ με τη φωτιά. Έτσι και ξεχαστεί η φωτιά, καήκαμε ούλοι! Καήκαμε, ε; Χωρίς ξύλα!

Γελούσαν.

Καθώς ο Χρόνης βόηθαγε το Μάνθο να γεμίζουν τις κούπες τους κρασί, τριγυρνούσε ανάμεσά τους. Παρατηρούσε λοιπόν τούτα: ο ξένος γνωριζόταν με τους ντόπιους, αλλά δε διάλεγε τύπους. Άλλαζε τραπέζια. Και, παρά τα καλά του ελληνικά, ο διάλογος ήταν πάντα ο ίδιος. Ο παραπάνω. Κάπως σαν να του φάνηκε ότι ο μεσιέ Λεκλέρ είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση να κάνει παρέα με τους βαφιάδες.

Όμως δεν τον αδικούσε. Αν τον καλορωτούσε κανείς, κι αυτός τον ίδιο θα προτίμαγε. Το βαφιά. Θυμόταν τότε που είχε πάει στον κιρχανά να βρει τον κύρη του. Ατμοί ανεβαίναν κατά την οροφή από τα καζάνια, σαν το λιβάνι στην εκκλησιά. Κι ανάμεσα στους ατμούς έβλεπε τους εργάτες σαν μέσα από ανάριο σύννεφο. Πηγαινοέρχονταν αχνοί, ξεθωριασμένοι. Όμοια ξωτικά. Με τα πρόσωπα υγρά μέσα σε τούτη την καταχνιά, κινούνταν αργά, προσεχτικα.

Οι υπεύθυνοι βαφιάδες όλο μετράγαν. Τόσο, συν τόσο, συν τόσο. Με ζαρωμένα τα φρύδια, προσέχαν μην τυχόν και γίνει λάθος. Κι άλλοι, πάνω απ’ τα καζάνια, με την πουκαμίσα τυλιγμένη ψηλά στα μπράτσα, τα ποντίκια πεταγμένα από τη δύναμη που βάζαν, ανακατώναν τη βαφή. Μη λάχει και βγει το νήμα ανόμοια βαμμένο. Το χειρότερο πόστο. Ο κύρης του έλεγε πάντα «τούτοι δω ζούνε την κόλαση της κοκκιναδικής». Όπως το ‘λεγε ήταν.

Ήταν κι εκείνη η στιγμή! Μια στιγμή που του ‘φερε αναγούλα. Ο κουβάς που χύνουν με το αίμα του βοδιού. Σκοτώνουν ζωντανά για να πετύχουν τούτο το χρώμα το κόκκινο. Και σάμπως τι; Δε σκοτώνουν το Πάσχα ζωντανά και τα μασουλάνε απ’ άκρη σ’ άκρη; Τι τον πείραξε;

Όταν το είπε στον κύρη του, τον αποπήρε αυτός.

- Κι όταν κοινωνάς; Τι είν’ τούτο που πίνει; Κρασί απ’ τη Ραψάνη; Το αίμα του Χριστού πίνεις!

- Ωστόσο, κρασί ήτανε.

Ενώ εδώ χύναν αληθινό αι΄μα από αληθινό ζωντανό.

Συνέχιζε, λοιπόν, την κουβέντα του ο Φραντσέζος.

- Εμείς στο Μονπελιέ βάζουμε ποτάσα.

- Κι εμείς το ίδιο, απαντούσαν κάποιοι.

Έπαιρνε ο Γάλλος το κρασί του, άραζε δίπλα τους και συνέχιζε την κουβέντα.

- Και βάζουμε και κόπρανα.

- Σάμπως εμείς τι βάνουμε;

- Και σκάγανε στα γέλια.

- Στη Ρουέν βγάζουμε και μπλε σαν το δικό σας. Όχι όμως σαν το δικό σας το κόκκινο.

Ησυχία. Κανένας δεν του μιλούσε.

- Και στη Ρουέν και στο Λαγκετόκ ρίχνουνε ποτάσα και κόπρανα, αλλά δε βγαίνει το κόκκινο το δικό σας, επέμενε ο Γάλλος. Πώς το εξηγάς τούτο;

- Δεν το εξηγάς, μεσιέ, του είπε ο Γιώργης ο Δερμέζης. Έτσι είναι.

- Τι πάει να πει «έτσι είναι»!

- Ε, άλλο πράμα. Άλλο Ρουέν, άλλο Αμπελάκια, έκανε ο Γιώργης.

- Τι πάει να πει «άλλο Ρουέν, άλλο Αμπελάκια», έκανε χολωμένος ο Γάλλος.

- Ε, άλλα χώματα, άλλος καιρός…

Πήγε ν’ απαριθμήσει κι άλλους παράγοντες, αλλά δεν έβρισκε.

- Άλλο! Με νόησες;

Ο Γάλλος καλμάρισε. Το σκέφτηκε.

- Έτσι είναι, κούνησε με κατανόηση το κεφάλι.

Ωστόσο δεν καταλάβαινε. Κάποιος συγκεκριμένος λόγος πρέπει να υπήρχε. Τα πάντα έχουν μια λογική εξήγηση. Τούτο το άλικο χρώμα που πετυχαίναν οι Αμπελακιώτες δεν ήταν θέμα μεταφυσικής! Τούτο το προφυρό, που αντιστεκόταν στο χρόνο διατηρώντας την αρχική, εκτυφλωτική του λαμπράδα, έκρυβε μια επιστημονική εξήγηση. Αυτήν που καιρό τώρα αναζητούσε.

Σχόλια
Ο μαθητής μέσα από τις σελίδες του βιβλίου θα αποκτήσει εικόνα για τις συνθήκες ζωής στην ορεινή Θεσσαλία του 18ου-19ου αιώνα: Για τον ρόλο της γυναίκας στην τοπική οικονομία και κοινωνία (σ.77-80), το επίπεδο των ιατρικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών που "απολάμβανε" ο πληθυσμός, την πρωτόγονη κατάσταση του οδικού δικτύου... Θα μάθει επίσης για την τοπική αρχιτεκτονική, την ενδυμασία και κάποιες παραδόσεις (θεμελίωση αρχοντικού σ.25, πανηγύρι σ.117). Τέλος, θα γνωρίσει τη νοοτροπία των ντόπιων (σ.31), την περηφάνια που ένιωθαν για τα επιτεύγματά τους αλλά και τη λαχτάρα τους να μιμηθούν την πρόοδο της Δύσης.

Οι κάθε λογής συζητήσεις στο χάνι του Αυγέρη θα δώσουν στα παιδιά μια ιδέα για το ενδιαφέρον που υπήρχε γύρω από την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη (σ.33), τις ελπίδες που ο υπόδουλος κόσμος στήριζε στον Ναπολέοντα και την αγάπη του για τον Ρήγα, αλλά και τον φόβο μπροστά στον Τούρκο ή τον κοτζαμπάση (σ.50). Τέλος, από το βιβλίο μαθαίνουμε πολλά για το αλιζάρι και την παρασκευή της κόκκινης κλωστής που έκανε τ' Αμπελάκια διάσημα διεθνώς. Ένα εμπεριστατωμένο άρθρο σχετικά με το φυτό αυτό και τις ιδιότητές του έχει δημοσιευτεί από το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες.
αλιζάρι ή ριζάρι και κόκκινο νήμα από τα Αμπελάκια (πηγή)
Χαρακτηριστικό για την εποχή, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τα ελληνικά αρχαία, σχετικά με το οποίο θα βρείτε σχόλια και σε άλλες αναρτήσεις όπως Ο θησαυρός της Τροίας. Το ερώτημα για μια ακόμη φορά είναι αν οι ντόπιοι πληθυσμοί, όντας απαίδευτοι και οικονομικά εξαθλιωμένοι, είχαν ή όχι ευθύνη για το ξεπούλημα των εθνικών θησαυρών στους ξένους αρχαιοκάπηλους. Η τακτική πάντως του "Ο ξένος που ήρθε στο χωριό μας δίνει πέντε παράδες σ' όποιον του φέρει αρχαίο νόμισμα" (σ.30) εξακολουθούσε μέχρι πρόσφατα να είναι αρκετά αποδοτική για εμπόρους και συλλέκτες, όπως είδαμε και Στα ίχνη της Σπασμένης Σάρισας. Φυσικά, δεν είχαν όλοι οι ξένοι επισκέπτες κακές προθέσεις, κάτι που στο βιβλίο αποδίδεται με τον χαρακτήρα του φυσιοδίφη μεσιέ Βίνστον (σ.23). Εδώ διαβάζουμε πώς περιγράφει τα Αμπελάκια του 1801 ο επίσης Άγγλος περιηγητής, Edward Daniel Clarke (για περισσότερα ακολουθήστε τον σύνδεσμο της εικόνας).
http://en.wikipedia.org/wiki/Edward_Daniel_Clarke
Η κοινότητα των Αμπελακίων μπορεί να είχε πλούσια κέρδη (σ. 67 Ούλοι τους εδώ καλοζούνε) και να βασιζόταν στη συνεργασία των κατοίκων, αυτό όμως δεν σημαίνει πως όλοι όσοι ζούσαν εκεί ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη. Ο διαχωρισμός μεταξύ προεστών και χωρικών ήταν σαφής όπως δείχνει και η σκηνή στο πανηγύρι τ' Αϊ Λια που μας θυμίζει λίγο εμφάνιση πολιτικών σε σύγχρονο γλέντι (σ.117) Ανάμεσά τους [στους χωρικούς] κυκλοφορούσαν οι προεστοί δυο δυο, τρεις τρεις, κουβεντιάζοντας. Απαντούσαν στο χαιρετισμό των χωριανών. Οι επιστάτες, πιο θαρρετοί, τους πλησίαζαν, τους μιλούσαν. Τους γνώριζαν και τη φαμίλια όλη. Καταδεχτικά οι πρόκριτοι λέγαν λίγα λόγια και συνέχιζαν. Οι φτωχότεροι φαίνεται μάλιστα πως δέχονταν αδιαμαρτύρητα τη θέση τους, (σ.127 Να 'χουν οι αρχόντοι αγαθά να δίνουν και σε μας) σε αντίθεση με τους μεγαλεμπόρους, που όπως διαβάζουμε πίεζαν διαρκώς για μεγαλύτερα κέρδη και απειλούσαν ακόμα και με διάλυση της Συντροφιάς - κάτι που φυσικά θα ζημίωνε και τους ίδιους. Είναι τελικά το χρήμα ό,τι σημαντικότερο υπάρχει; Όχι. Καλός ο παράς, μα η λευτεριά του έθνους καλύτερη (σ.34) μας απαντάει η συγγραφέας.
ασημένιο γρόσι αξίας 40 παράδων (1757-1774)
Ο χαρακτήρας του Ίβου -που αποτελεί πρότυπο για τον μικρό Χρόνη-, κρύβει εκπλήξεις για τους συγχωριανούς και ανατροπές για τους αναγνώστες. Όταν ο νεαρός κάνει τελικά την πολυαναμενόμενη εμφάνισή του από την Ευρώπη, φέρνει μαζί του νέες ιδέες που αφορούν το περιβάλλον και τη χρήση της τεχνολογίας στην παραγωγή. Μιλάει στους συντοπίτες του και τους προεστούς με πάθος για την αειφορία, προσπαθώντας να τους πείσει να μην καταστρέφουν τα δάση της περιοχής, αφήνοντας τους λόφους γυμνούς. Τους προτρέπει επίσης να εισάγουν στην παραγωγική διαδικασία μηχανές, ώστε να έχουν απόδοση σταθερή και να μπορούν να δίνουν στο αμπελακιώτικο νήμα συγκεκριμένο πάχος. Οι ντόπιοι ωστόσο τον χλευάζουν για την περιβαλλοντική του ευαισθησία και τον περιθωριοποιούν για την μηχανοποίηση που πρεσβεύει, καθώς φοβούνται ότι θα τους οδηγήσει σε ανεργία. Και όχι άδικα. Είναι άλλωστε η εποχή που στην Ευρώπη εμφανίζεται το κίνημα των Λουδιτών, μεταμφιεσμένων εργατών που καταστρέφουν με μανία τις μηχανές των κλωστοϋφαντουργείων, καθώς τις θεωρούν υπεύθυνες για την ανεργία. Ο Λόρδος Βύρωνας θα τους υποστηρίξει με μια ωδή (Ode to the Framers) και ένα τραγούδι για τους Λουδίτες (Song for the Luddites), όμως μέσα σε λίγα χρόνια η αστυνομία θα καταπνίξει -με τη βοήθεια της νομοθεσίας- κάθε τους εξέγερση.
Λουδίτες επί το έργον (Πηγή)
Όπως νωρίτερα στο Κοινό του Μελενίκου, έτσι και τώρα στο Καταστατικό της Συντροφιάς, οι αναγνώστες μπορούν μέσα από το κείμενο να αναγνωρίσουν χωρίς διδακτισμό, την αξία των κανόνων και της συνεργασίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Πώς ξεκίνησαν όλα; Όπως εξηγεί ο άρχοντας Σφόρτζης (σ.68) ένα μεγάλο κακό, μια ξηρασία που τους οδηγούσε στην καταστροφή, έκανε τους κατοίκους των Αμπελακίων να αποφασίσουν να ενωθούν. Έδωσαν λοιπόν όρκο για το στερεόν της ενότητος και το αδύνατον του χωρισμού, και πάλεψαν μαζί στη ζημιά και στη δυστυχία, μέχρι που ήρθαν καλύτερες μέρες. Η ένωση έφερε την προκοπή, ενώ η διχόνοια οδηγεί πάντα σε προβλήματα. Μήπως εδώ υπάρχει ένα (ακόμα) δίδαγμα για την Ελλάδα της κρίσης;
Χρήση στην τάξη
Οι μαθητές καλούνται να εντοπίσουν το δημοφιλές απόφθεγμα Η ισχύς εν τη ενώσει σε διάφορες ξένες γλώσσες (λατινικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, κτλ.) θυρεούς και εμβλήματα και να δημιουργήσουν ένα κολάζ που θα στολίζει την τάξη για το υπόλοιπο της σχολικής χρονιάς. Μπορούν επίσης να συμπληρώσουν τη δημιουργία τους με φράσεις αντίστοιχου νοήματος (όπως το Ὁμονοούντων ἀδελφῶν συμβίωσις παντὸς τείχους ἰσχυροτέρα εἶναι - του Αντισθένη) που θα αναζητήσουν στο διαδίκτυο. Στην αξία της συνεργασίας έχουμε αναφερθεί και σε άλλες αναρτήσεις, όπως π.χ. στους Νικητές, ενώ υλικό για μια πιο σοβαρή συζήτηση θα βρούμε σε διάσπαρτα άρθρα όπως αυτά του Γ. Τσακίρη και του Σ. Καργάκου.


Η ευημερία στα Αμπελάκια, κάνει τους ντόπιους αγρότες να ψωνίζουν αλόγιστα, ξοδεύοντας μεγάλα ποσά πέρα από τις δυνατότητές τους. Τώρα τελευταία σαν πολλοί Αμπελακιώτες ψουνίζουν τόσα, που όταν κλείσει ο χρόνος θε να 'χουν ξεπεράσει όλα τα μιστά τους (...) Ετούτοι μέχρι πριν λίγο ψουνίζανε το στάρι τους και τα χρειαζούμενα. Τώρα ψουνίζουνε πάνω από τα χρειαζούμενα. διαβάζουμε στη σελ. 69. Επίσης, προτιμούν για τις αγορές τους προϊόντα ξένα, από άλλες περιοχές. Αυτός, που η κάπα από λαρισαίικο πανηγύρι θα 'μενε απαντοχή μέχρι να ξεψυχήσει, ψούνισε κάπα από τη Ζαγορά που κάνει είκοσι γρόσια! (...) Άλλος από τις χαμοκέλες τ' Αϊ-Γιώργη, και γυρεύει μαντίλα για την κυρά του. Μα να 'ναι από τη Βρώπα. Δεν του κάνει ντόπιο πράμα. Ποιο είναι άραγε το μέλλον μιας κοινωνίας που δεν αγοράζει τα ίδια της τα προϊόντα, αλλά υπερχρεώνεται για να αγοράζει ακριβά και εισαγόμενα; Μπορούμε να κάνουμε μια μικρή έρευνα στην τάξη, για να διαπιστώσουμε τι είδους προϊόντα χρησιμοποιούν οι μαθητές μας στην καθημερινή τους ζωή: Τοπικά ή εισαγόμενα; Και τι άραγε φοράνε δάσκαλοι και γονείς;  Σχετικά με τις προοπτικές των δυτικών κοινωνιών που εισάγουν πλέον τα περισσότερα προϊόντα από την Κίνα, μπορείτε να διαβάσετε και την χαριτωμένη έρευνα - οδοιπορικό του συνταξιούχου εκπαιδευτικού Τζο Μπένετ στο Από πού έρχονται τα σώβρακα;
Στις σελίδες 55-56 ο Χρόνης μπαίνει στο αρχοντικό του Γεωργίου Μαύρου (ή Σβάρτς ή Σφόρτζη) για να συναντήσει τον ιδιοκτήτη του και η συγγραφέας μας χαρίζει ένα πολύ ωραίο πρότυπο περιγραφής κτηρίου, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε στο μάθημα της Γλώσσας. Στις εικόνες βλέπουμε πώς μοιάζει σήμερα το υπέροχο αυτό σπίτι - στολίδι και αποκτούμε μια ιδέα για την αρχιτεκτονική των Αμπελακίων κατά τον 18ο αιώνα (Πηγή).

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...