Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Συνέβη εις την Πόλη

Υπόθεση
Κωνσταντινούπολη, Γενάρης του 1919. Το «Ευρωπαϊκόν Φαρμακείον» του κ. Μιχαλάκη Καμπαλούρη είναι έτοιμο να ανοίξει και ο Νικόλας, που εργάζεται εκεί ως βοηθός, περιμένει τη νονά του να τον καμαρώσει στην άσπρη του ποδιά. Ο φαρμακοποιός όμως έχει άλλα σχέδια, και τον στέλνει για δουλειές σ' ένα εμπορικό πλοίο στο λιμάνι. Εκεί, ο νεαρός θα γνωρίσει τον Χιώτη καπετάν-Γιώργη και τον 15χρονο γιο του Γιάννη. Καθώς αγναντεύουν τα αγκυροβολημένα ελληνικά πολεμικά, μια βάρκα φεύγει από αυτά και βγάζει στη στεριά πέντε ανθρώπους.  Τα παιδιά πλησιάζουν και μαθαίνουν ότι πρόκειται για τέσσερις Έλληνες αξιωματικούς και τον παπα - Λευτέρη Νουφράκη από την Κρήτη. Ακολουθούν το μικρό απόσπασμα στα στενά σοκάκια της Πόλης και σύντομα βρίσκονται μπροστά στον ναό της Αγίας Σοφίας. Εκεί, ο ιερέας έχει σκοπό να τελέσει Θεία Λειτουργία, 466 χρόνια μετά την τελευταία δέηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου! Θα τα καταφέρει άραγε στο παράτολμο αυτό εγχείρημα, ή θα προλάβουν να επέμβουν οι Τούρκοι που συρρέουν εξαγριωμένοι;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Άθως Παιδικά
Συγγραφέας: Άννα Ιακώβου
Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης
ISBN: 978-960-495-143-7
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014
Σελίδες: 40
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Κριτική
Βασισμένο σ' ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη εις την Πόλη, το ιστορικό αυτό διήγημα μας μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη των αρχών του 20ού αιώνα. Με ύφος κατά σημεία λυρικό "ποιος τοίχος όμως μπορεί τον ουρανό να φυλακίσει;" αλλά και γλώσσα κάπως απαιτητική για τους πιο άπειρους, το βιβλίο θα συγκινήσει περισσότερο τους αναγνώστες με πατριωτικό προσανατολισμό και εκείνους που ενδιαφέρονται για θέματα σχετικά με την θρησκευτική μας παράδοση. Το κείμενο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια αλλά διαβάζεται άνετα, καθώς είναι περιορισμένο σε έκταση· σχεδόν σε κάθε δισέλιδο, ο μισός χώρος παραδίδεται στα έμπειρα χέρια του εικονογράφου Σπ. Γούση, που με την όμορφη δουλειά του διαμορφώνει ένα πολύ ελκυστικό τελικό αποτέλεσμα. Καθώς η ένταση σταδιακά κορυφώνεται, οι αρχικοί πρωταγωνιστές περνούν στο περιθώριο και στο κέντρο της δράσης μεταφέρεται ο θαρραλέος ιερέας, η πράξη του οποίου εξυψώνεται. Η έκδοση είναι προσεγμένη, σε μεγάλο μέγεθος (19x24) και με χαρτί γυαλιστερό, ενώ στις τελευταίες σελίδες συναντάμε ένα τρισέλιδο παράρτημα με τίτλο Ιστορικές Αναγραφές, στο οποίο περιέχονται φωτογραφίες και πληροφορίες για τον βίο του ιερωμένου από τις Αλώνες Ρεθύμνου. Προτείνουμε το βιβλίο περισσότερο σε μαθητές της Ε' και της Στ', που ενδιαφέρονται για ένα μικρό ταξίδι στην καθ' ημάς Ανατολή των αρχών του προηγούμενου αιώνα.

  • Ενδιαφέρουσα ιστορία, βασισμένη σε πραγματικό γεγονός
  • Προσεγμένη έκδοση - Ωραία εικονογράφηση

  • Ορισμένοι χαρακτηρισμοί αποπνέουν μισαλλοδοξία

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Πατριωτισμός, Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Ο παπα-Λευτέρης τελεί τη Θεία Λειτουργία την ώρα που ο κλοιός των Τούρκων σφίγγει γύρω του.

Εικονογράφηση
Ελκυστική, πολύχρωμη και πανταχού παρούσα, βοηθάει στην ξεκούραστη ανάγνωση και συνδιαμορφώνει ένα αισθητικά ελκυστικό τελικό αποτέλεσμα.
Απόσπασμα
Μέσα από μαχαλάδες, που δεν είχανε ακόμη ξυπνήσει, περπάτησε, κι από μικρομάγαζα, που τα ρολά τους μόλις είχανε ανοίξει. Βιαστικά διάβηκε μπρος από καφενέδες, που τις μασιές τους άναβαν, κι από τα βλέμματα των μικρών λούστρων, που είχανε πιάσει τα περάσματα.

Κι άξαφνα τους είδε μπρος του. Είδε και την Αγια-Σοφιά απόμακρα να τους καρτεράει. Όμορφη όσο καμιά άλλη εκκλησιά στον κόσμο. Λουσμένη στο πρώτο φως του ήλιου, έστεκε φυλακισμένη ανάμεσα σε τέσσερις ψηλούς μιναρέδες, που είχανε καρφώσει με τις αιχμηρές τους μύτες το γαλάζιο θόλο τ’ ουρανού.

Ο Κοσμάς ο βαρκάρης πήγαινε πρώτος για να τους δείχνει τον δρόμο. Τον ακολουθούσε ο παπα-Λευτέρης με τα μαύρα ράσα του ν’ ανεμίζουν απ’ τη βιάση. Οι τέσσερις αξιωματικοί, με πατήματα που ακούγονταν στου καλντεριμιού τις πέτρες, περπατούσαν κοντά ο ένας στον άλλον. Τελευταίο στη σειρά πήγαινε το ναυτόπουλο με τα μάτια καρφωμένα πάνω τους. Ο Νικόλας έτρεξε κι εκείνος ξωπίσω λαχανιασμένος να τους προφτάσει και γίνηκε ο ουραγός μιας παράξενης πομπής.

Σε λιγάκι έφτασε σιμά στον Γιάννη κι αντάμωσαν τα βήματά τους.
- Ο πατέρας σου μου είπε να έρθω, του είπε λαχανιασμένος.

Ο Γιάννης τον κοίταξε δίχως να κόψει το βήμα του και του χαμογέλασε.
- Με λένε Νικόλα.

- Το ξέρω. Το άκουσα που το είπες στον πατέρα μου.

- Λες να μπούνε στην Αγια-Σοφιά; Τον ρώτησε ψιθυριστά ο Νικόλας ταχύνοντας το βήμα του για να περπατούνε πλάι-πλάι.

Έτσι φαίνεται, του είπε ο Γιάννης.

- Κι εμείς; Ρώτησε ξανά το παιδί.

- Από πίσω τους κι εμείς! Ίσως να είναι η μοναδική μας ευκαιρία να μπούμε στην Αγια-Σοφιά. Από τότε που έγινε τζαμί κανένας χριστιανός δεν έχει περάσει την πόρτα της.

- Φοβάσαι; Τον ρώτησε ο Νικόλας και στάθηκε στον τόπο.

- Ο φύλακας θα φοβηθεί πιο πολύ από μένα σαν δει τους Έλληνες αξιωματικούς! Μην ξεχνάς ότι η Πόλη τώρα βρίσκεται στα χέρια των συμμάχων. Αγγλογαλλικός στρατός έχει καταλάβει την Κωνσταντινούπολη κι ο ελληνικός στόλος με ναυαρχίδα το αντιτορπιλικό «Αβέρωφ» είναι στον Βόσπορο. Έλα, μην στέκεσαι, πάμε, του είπε και τον έπιασε από το μανίκι του σακακιού του.

- Εγώ φοβάμαι, είπε το παιδί κι άφηκε το χέρι του κρεμασμένο από το μανίκι που κρατούσε ο Γιάννης. Φοβάμαι τον άγγελο που φυλάει την εκκλησιά.

- Τον άγγελο; Είπε σαστισμένο το ναυτόπουλο.
Ο Νικόλας αντί γι’ απάντηση κούνησε πάνω-κάτω το κεφάλι του.

- Τον άγγελο που φυλάει την Αγια-Σοφιά, είπε σε λίγο μέσα απ’ τις κοφτές του ανάσες. Η νονά μου λέει πως όταν χτιζόταν η εκκλησιά ένα παιδί ίσαμε δώδεκα χρονών  φύλαγε τα εργαλεία των μαστόρων όσο εκείνοι θα έτρωγαν ένα μεσημέρι.

- Και λοιπόν; Ρώτησε ο Γιάννης.

- Οι μάστορες όμως αργούσαν να γυρίσουν στη δουλειά τους, γιατί κουβέντιαζαν με τον αυτοκράτορα για τα σχέδια της εκκλησίας. Τότε ένας άγγελος ήρθε στο παιδί και του είπε να φωνάξει τους μαστόρους ν’ αφήσουν τις κουβέντες και να γυρίσουν γρήγορα πίσω στη δουλειά τους. Το παιδί όμως φοβήθηκε ν’ αφήσει τη θέση του, μη και χαθούνε όση ώρα λείπει τα εργαλεία.

- Και ύστερα; Τον ρώτησε ο Γιάννης κι άφηκε απ’ τη χούφτα του το μανίκι του παιδιού να πέσει.

- Ο άγγελος τότε του υποσχέθηκε πως, όσο θα λείπει, θα φυλάει εκείνος την εκκλησιά.

- Και τη φυλάει ακόμα;

- Τη φυλάει, γιατί το μαστορόπουλο ποτέ δεν γύρισε πίσω. Το έβαλε ο βασιλιάς σ’ ένα καράβι και το ‘διωξε μακριά για πάντα. Και η νόνα μου δεν θέλει να περνώ σιμά από την εκκλησιά τώρα που κοντεύω τα δώδεκα, γιατί μπορεί να λαθέψει ο άγγελος και να νομίσει πως είμαι το μαστορόπουλο, που καρτεράει ακόμη να γυρίσει. Και να φύγει. Και να μείνει η εκκλησιά δίχως φύλακα.

- Δεν λαθεύουν οι άγγελοι, είπε ο Γιάννης και κίνησε να φύγει.

- Στάσου, του φωνάζει ο Νικόλας.

- Δεν λαθεύουν σου είπα κι αν θέλεις έλα τώρα κοντά γιατί θα τους χάσουμε…

Τούτη την κουβέντα είπε και με τα μάτια του έψαξε να δει πόσο μάκρυναν ο παπάς και οι αξιωματικοί.

- Έλα, τους προλαβαίνουμε, είπε δίνοντας θάρρος στον Νικόλα και με βήμα γρήγορο κίνησε προς τη μεριά τους.

Δεν άργησαν τα παιδιά να τους φτάσουν και να είναι πίσω τους την ώρα που εκείνοι έμπαιναν στην Αγια-Σοφιά.  

Ο Κοσμάς ο βαρκάρης, που πήγαινε μπροστά, στάθηκε στη μεγάλη πόρτα περιμένοντας. Σαν ζύγωσε ο παπάς και οι αξιωματικοί εκείνος τραβήχτηκε και τους έκαμε τόπο να περάσουνε πρώτοι.

Ο παπα-Νουφράκης πριν μπει έστρεψε ερευνητικά το βλέμμα του πίσω. Είδε τότε απόμακρα να στέκουν δυο παιδιά και περίεργα να κοιτούν προς το μέρος τους. Τα μάτια τους ήταν ζωηρά, μα φοβισμένα και τα μάγουλά τους κατακόκκινα απ’ την τρεχάλα.

Ο παπάς δεν ξαφνιάστηκε, γιατί από ώρα είχε καταλάβει πως τούτα τ’ αμούστακα παλικαράκια, που είχανε συναντήσει στο λιμάνι, τους είχανε πάρει στο κατόπι. 

Καρφώνοντας πάνω τους τη ματιά του σήκωσε το χέρι του και τους έγνεψε να πλησιάσουν. Τα παιδιά σαστισμένα απ’ τ’ απρόσμενο κάλεσμα μούδιασαν ολόκληρα από φόβο. Βάζοντας όση δύναμη τους είχε απομείνει στα πόδια σάλεψαν και με μικρά, δειλά βήματα βρέθηκαν κοντά του.

Οι αξιωματικοί, σαν είδαν τα παιδιά, κοιτάχτηκαν μ’ απορία.

- Θέλουμε μάρτυρες, είπε χαμογελώντας ο παπα-Νουφράκης, κι ετούτοι οι δυο είναι καλοί για μαγιά.

Και λέγοντας αυτά συνέχισε μιλώντας σ’ όλους χαμηλόφωνα με την καθάρια φωνή του…

- Θα μπούμε στην Αγια-Σοφιά όλοι μαζί. Έτσι, σαν μια γροθιά, είπε κι έσφιξε το δεξί του χέρι γροθιά για να τους δείξει κι έκαμε με το δεξί του πόδι το πρώτο βήμα.

Την ώρα εκείνη ένας Τούρκος φύλακας, που φύλαγε το «τζαμί», είδε τους άντρες να μπαίνουν, είδε και τον παπά, μα δεν πρόκαμε να τους μιλήσει, να τους σταματήσει, με μια σπρωξιά έξω να τους διώξει, που τόλμησαν σε χώρο ιερό ποδεμένοι να πατήσουν.

Όμως οι Έλληνες αξιωματικοί μ’ ένα βλέμμα αυστηρό τον παραμέρισαν για να περάσουν μέσα.

Ο παπα-Λευτέρης με βήματα μεγάλα, στεριωμένα γερά πάνω στις αγιασμένες πλάκες της εκκλησιάς, σαν μπήκε έκαμε τον σταυρό του ψιθυρίζοντας…
- Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου, προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου. 

Πάνω στα πατήματά του διάβηκαν και οι αξιωματικοί, πίσω από τον ίσκιο του πιάστηκαν και τα δυο παιδιά και κάνοντας κι εκείνα θαρρετά τον σταυρό τους έφτασαν στο κέντρο του ναού.

Κι εκεί στάθηκαν. Κάτω από τον τρούλο της Αγια-Σοφιάς, που μετέωρος κρεμόταν από τον ουρανό. Κάτω από τη σκέπη του κόσμου στάθηκαν και γύρεψαν να βρουν τον Παντοκράτορα. Μα δεν Τον είδαν πουθενά. Ίσως να έφταιγε κι εκείνο το φως, που ζάλισε τα μάτια τους.

Κι ο Νικόλας θαμπώθηκε απ’ το φως. Θαμπώθηκε από τις ολόχρυσες ηλιαχτίδες, που σεμνά κι αθόρυβα γλιστρούσανε μέσα στην εκκλησιά από σαράντα θολωτά παράθυρα σκορπίζοντας παντού τριγύρω ζεστασιά.

Ο παπα-Λευτέρης Νουφράκης μπαίνοντας μέσα σ’ εκείνο το φως γίνηκε διάφανος.

Και βάδισε κάτω από τον θόλο. Πατώντας πάνω στα στρωμένα χαλιά του δαπέδου, που παράξενα κι αταίριαστα με την αρμονία του χώρου κοίταζαν στραμμένα προς τη Μέκκα. Παράξενα κι αταίριαστα με το αδούλωτο μεγαλείο μιας εκκλησιάς, που δεν υπέκυψε χρόνια τώρα στα θελήματα ενός ισλαμικού τεμένους. 
ο παπα-Λευτέρης Νουφράκης (πηγή)
Σχόλια - Προβληματισμοί
Η ιστορία είναι πραγματική και τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτήν (εκτός από τους δύο νεαρούς ήρωες-παρατηρητές και τον Χιώτη καπετάνιο) υπαρκτά. Οι τέσσερις αξιωματικοί που συνόδευσαν τον ιερέα ήταν οι ταξίαρχος Φραντζής, ταγματάρχης Λιαρομάτης, λοχαγός Σταματίου και υπολοχαγός Νικολάου. Ο κύριος Μιχαλάκης Καμπαλούρης, τον οποίο συναντάμε στις πρώτες σελίδες, είχε όντως φαρμακείο στα ψαράδικα του Γαλατά. Περισσότερα για την περιπετειώδη ζωή του μπορείτε να διαβάσετε σε αυτό το αρχείο. Επίσης εδώ μπορείτε να βρείτε στοιχεία για τα γεγονότα της δέησης όπως μας παραδίδονται (από άρθρο του Ανδρέα Κυριάκου στο περιοδικό "Τα Πάτρια" 1996, σ. 4-5 και 57-61) αλλά και για τον ηρωικό παπα-Λευτέρη Νουφράκη, στη μνήμη του οποίο είναι αφιερωμένο το βίντεο του παρακάτω συνδέσμου.
https://www.youtube.com/watch?v=XPZdDgYxeTk

Πρόκληση ή Ηρωισμός;
Στις μέρες μας, αποκομμένη από το ιστορικό της πλαίσιο, η ενέργεια του ιερωμένου ίσως φαντάζει απερίσκεπτη, αφού θα μπορούσε να ζημιώσει διπλωματικά τη χώρα και να βάλει σε περιπέτειες τους (τότε περίπου 300.000) Έλληνες της Πόλης. Πράγματι, ακόμα και στην εποχή της, η καταδρομικού τύπου δέηση του παπα-Λευτέρη αντιμετωπίστηκε από τους διεθνείς παρατηρητές ως πρόκληση και υποχρέωσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να απολογηθεί στους συμμάχους και (επισήμως) να επιπλήξει τον ιερέα. Αργότερα ωστόσο, ο πρωθυπουργός λέγεται πως επικοινώνησε (ανεπίσημα) με τον παπα-Λευτέρη και του έδωσε συγχαρητήρια, καθώς ζωντάνεψε τα πιο ιερά όνειρα του Έθνους. Τι άραγε σημαίνει αυτό;

Το 1919, η αποδυναμωμένη Τουρκία ανήκει στους ηττημένους του Μεγάλου Πολέμου και βρίσκεται υπό διάλυση, καθώς οι νικητές σύμμαχοι έχουν αποφασίσει να μοιραστούν τα εδάφη της. Η Κωνσταντινούπολη έχει τεθεί υπό συμμαχική επικυριαρχία και οι χριστιανικοί πληθυσμοί της νιώθουν ανακουφισμένοι, προσωρινά ασφαλείς από τις επιχειρήσεις μαζικής εθνοκάθαρσης που οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει εναντίον τους από τις αρχές του αιώνα (βλ. Μαύρη Βίβλο 1914-18γενοκτονία Αρμενίων, και λίγο πιο μακριά γενοκτονία Ασσυρίων). Καταχρεωμένη, μπαρουτοκαπνισμένη και πριν ακόμα κλείσει έναν αιώνα ζωής ως σύγχρονο κράτος, η Ελλάδα ετοιμάζεται χάρη στους διπλωματικούς χειρισμούς του Βενιζέλου να συμπεριλάβει στα σύνορά της την πολύπαθη Ανατολική Θράκη και την περιοχή της Σμύρνης, αναβαθμιζόμενη σε Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψιν το κλίμα θριάμβου και προσμονής που επικρατούσε τις μέρες εκείνες, ίσως καταφέρουμε να αντιληφθούμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε η τολμηρή ιδέα του παπα-Λευτέρη Νουφράκη. Το εγχείρημά του ήταν σίγουρα ριψοκίνδυνο και οπωσδήποτε προκάλεσε το κοινό αίσθημα των Τούρκων (που τότε χρησιμοποιούσαν την Αγία Σοφία ως δικό τους χώρο λατρείας), αλλά ταυτόχρονα εξέφραζε προαιώνιους πόθους του ελληνισμού και έστελνε ένα μήνυμα στους Μικρασιάτες ότι η εποχή των βασάνων τους πλησίαζε στο τέλος της.

Τα παραπάνω, καλό είναι να συζητηθούν με τα παιδιά που θα διαβάσουν το βιβλίο, ώστε να τοποθετηθεί στη σωστή της βάση η ηρωική πράξη του παπα-Λευτέρη και να γίνει κατανοητό το πραγματικό της νόημα. Επίδοξοι μιμητές, που στην εποχή μας προβαίνουν σε διάφορες ενέργειες (βλ. βίντεο) ενώ βρίσκονται για τουρισμό στην Τουρκία, θεωρώ πως δεν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό πέρα από τη δημιουργία εντυπώσεων. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, πάντα θα ονειρεύονται να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες· όχι όμως ως κατακτητές, ούτε και ως υπόδουλοι, αλλά σε κλίμα ειρήνης και ισονομίας που μόνο η δημοκρατία και η συνεννόηση ανάμεσα στα δύο κράτη μπορούν να εξασφαλίσουν. Ας ελπίσουμε κάποια μέρα οι συνθήκες (και κυρίως οι άνθρωποι) να ωριμάσουν.
Στις σελίδες του βιβλίου οι Τούρκοι παρουσιάζονται αρκετά αρνητικά, μέσα από αναφορές που αν δεν σχολιαστούν κατάλληλα από κάποιον μεγαλύτερο, είναι δυνατό να προκαλέσουν στους μικρούς αναγνώστες αισθήματα απέχθειας. Διαβάζουμε συγκεκριμένα για έναν φύλακα που παραμερίζει όταν Έλληνες αξιωματικοί του ρίχνουν ένα αυστηρό βλέμμα, για Τούρκους που φοβισμένοι λουφάζουν πίσω από τις κολώνες, για μουσουλμάνους προσκυνητές που με μάτια κόκκινα σαν τη φωτιά κοιτάζουν τα όσα συμβαίνουν και καίγονται απ' τον παπά... (σ.30) Φωτιά ήταν και οι ανάσες τους, που έβγαιναν μέσα απ' τ' αναμμένα σωθικά τους κι έκαιγαν τα ρουθούνια τους και πίστευαν πως έφταιγε εκείνο το ανθισμένο λιβάνι  (...) Κόκκινα έκαιγαν και τ' αφτιά τους και βούιζαν και χτύπαγαν τα μηνίγγια τους (...) Κόκκινες φωτιά ήταν και οι χούφτες τους, που σφιγμένες μάτωναν καθώς τα νύχια τους τρύπαγαν τις σάρκες. Λίγο αργότερα (σ.33), το αλλόθρησκο πλήθος παραμερίζει σαν να φοβάται μην και τα ράσα του παπά αγγίξουν πάνω τους. Αν λοιπόν δεν θέλουμε τα παιδιά να αποκομίσουν λανθασμένες εντυπώσεις, τοποθετώντας τους Τούρκους κάπου ανάμεσα σε Ορκ και Γκρέμλινς, καλό θα είναι να κάνουμε κάποιες διευκρινίσεις.
Κρίση στην Ουκρανία, "δεν πληρώνω" κι ένας Τίγρης πριν 100 χρόνια
Πώς βρέθηκε άραγε ο στόλος μας να σταθμεύει στο λιμάνι της Πόλης το 1919; Την εποχή εκείνη, το ελληνικό ναυτικό μετέφερε στην Ουκρανία ένα εκστρατευτικό σώμα (δύο μεραρχίες, 23.351 στρατιώτες) με στόχο να ενισχύσει την εκεί γαλλική δύναμη που πολεμούσε στο πλευρό των "Λευκών", εναντίον των "Κόκκινων". Τα αίτια της εκστρατείας δεν ήταν βέβαια ιδεολογικά. Οι Γάλλοι βρέθηκαν να πολεμούν στην Οδησσό επειδή οι επαναστάτες είχαν κηρύξει στάση πληρωμών, αρνούμενοι να αποπληρώσουν τα δάνεια που είχε συνάψει το τσαρικό καθεστώς με τη Γαλλία (διαγράφοντας όμως ταυτόχρονα και εκείνα που είχε χορηγήσει ο Τσάρος σε άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα). Ο Ελευθέριος Βενιζέλος συμφώνησε να βοηθήσει τον (επονομαζόμενο και "Τίγρη") Κλεμανσώ σε αυτή την επιχείρηση, ελπίζοντας να αποσπάσει την ευμενή του στάση στις διαπραγματεύσεις (Διάσκεψη ειρήνης των Παρισίων) για την Ανατολική Θράκη και τη Μικρασία.  Η εκστρατεία, οργανωμένη επιπόλαια, στέφθηκε σύντομα από παταγώδη αποτυχία, ενώ αρκετοί Γάλλοι στρατιώτες στασίασαν, παίρνοντας το μέρος των μπολσεβίκων. Τελικά, η χώρα μας όχι μόνο δεν έλαβε ουσιαστικά ανταλλάγματα από τη Γαλλία, αλλά αντίθετα έκανε εχθρό της την κομμουνιστική Ρωσία και έβαλε σε μεγάλες περιπέτειες τους ελληνικούς πληθυσμούς που ζούσαν στα εδάφη της.



Για το κλίμα που επικρατούσε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης το 1919, διαβάζουμε κάποια στοιχεία στην συνοπτική αυτοβιογραφία του Ναυάρχου Γ. Κακουλίδη από το (Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη, Αντιγόνη Μπέλλου - Θρεψιάδη, Αθήνα: Τροχαλία, 1984, σ. 40) ...Ύστερ' απ' το Μακεδονικό Αγώνα υπηρέτησα συνεχώς στο Ναυτικό ως την επανάσταση του 1916, που έφυγα κι εγώ για τη Θεσσαλονίκη. Μόλις επέστρεψα από κει μαζί με την κυβέρνηση του Βενιζέλου, Δαγκλή και Κουντουριώτη διορίστηκα αρχηγός του στόλου και στις 13 Νοεμβρίου του 1918 επιβαίνων του "Αβέρωφ" μπήκα μαζί με τον άλλο συμμαχικό στόλο στην Κωνσταντινούπολη κι αγκυροβόλησα με τον "Αβέρωφ" απέναντι στ' ανάκτορα του Ντολμά Μπαξέ, όπου κατοικούσε ο σουλτάνος. Αυτός την άλλη μέρα έφυγε και πήγε στο μεσόγειο χειμωνιάτικο ανάκτορό του, το Γιλδίζ, για να μη μας βλέπει. 

Επίσης θυμάμαι πως κάμποσες μέρες ήμουν αναγκασμένος να βγαίνω και να πηγαίνω στην πρεσβεία μας, για να εκτελώ χρέη πρεσβευτή, γιατί ακόμα δεν υπήρχαν στην Πόλη πρέσβεις. Και τότε γευμάτιζα στο ξενοδοχείο "Πέραν Παλλάς". Εκεί κατοικούσε τότε ο Μουσταφά Κεμάλ που, όπως μου έλεγε ύστερα ο φίλος του κ. Μποδοσάκης Αθανασιάδης, έπαυσε να γευματίζει στην αίθουσα του εστιατορίου, "για να μη βλέπει τον Γκιαούρ ναύαρχο". 

Στην Πόλη έμεινα σχεδόν ολόκληρο χρόνο. Κάθε απόγευμα και ιδίως τον πρώτο καιρό, ερχόταν πλήθος κόσμου να επισκεφτεί τον "Αβέρωφ". Φυσικά ζητωκραύγαζαν και θορυβούσαν μ' ενθουσιασμό. Αυτό τάραζε την ησυχία του λιμανιού και με το δίκιο του ο Άγγλος ναύαρχος με παρακάλεσε να καταστήσω τον ενθουσιασμό των επισκεπτών μου λιγότερο θορυβώδη.  Ξαφνικά ένα απόγευμα παρουσιάστηκε πάνω στον "Αβέρωφ" ο αείμνηστος μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος κι αυτό έγινε αφορμή ν' αναστατωθεί απ' τις ζητωκραυγές -ζητωκραύγαζε κι ο ίδιος ο Χρυσόστομος- ολόκληρο το λιμάνι της Πόλης προς μέγιστην δυσαρέσκειαν του Άγγλου ναυάρχου!

Χρήση στην τάξη
Στην τάξη, οφείλουμε καταρχάς να μιλήσουμε για το πραγματικό συμβάν που εξιστορείται στο βιβλίο, προβάλλοντας ίσως και το αντίστοιχο απόσπασμα από την εκπομπή Η Μηχανή του Χρόνου.

Στο μάθημα των Θρησκευτικών, θα μπορούσαμε διαβάζοντας τις σελίδες 26-28 να συζητήσουμε για τα ιερά σκεύη που χρησιμοποιούνται κατά τη Θεία Λειτουργία, ίσως και με τη βοήθεια κάποιου σχετικού βίντεο ή ιστοσελίδας. Ίσως μάλιστα να είχε ενδιαφέρον και η αναπαράσταση της δέησης από τον παπα-Λευτέρη με τη βοήθεια των αξιωματικών.

Στα πλαίσια της Ιστορίας της Ε', έχουμε τη δυνατότητα να εμπλουτίσουμε το μάθημα για την κατασκευή της Αγίας Σοφίας με λαϊκούς θρύλους που συνδέονται με τον ιερό ναό και την Άλωση της Πόλης και αναφέρονται διάσπαρτα στο κείμενο:
(σ.15) οι Κρητικοί υπερασπιστές που ακόμα κωπηλατούν γύρω από τα τείχη
(σ.19) ο άγγελος που ξεγελάστηκε να φυλάει την εκκλησία στη θέση ενός μικρού παιδιού
(σ. 24) η Αγία Τράπεζα που βλέπουν μονάχα οι ναυτικοί στον βυθό του Βοσπόρου
(σ. 32) το αντίδωρο του Ιουστινιανού που πήραν οι μέλισσες

Ακόμα περισσότερα ερεθίσματα προσφέρει το βιβλίο για το μάθημα της Ιστορίας στη Στ', όπου μας δίνεται η ευκαιρία να συζητήσουμε για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Πόλη το 1919 (βλ. στοιχεία στα σχόλια), για τις ισορροπίες των συμμαχιών και για το πώς αντιστράφηκε το κλίμα λίγο αργότερα. Ανάλογα με το επίπεδο και τα ενδιαφέροντα του τμήματος, μπορούμε μέσω της εικονογράφησης να αναφερθούμε σε διάφορα θέματα, από το εσωτερικό του ναού της Αγίας Σοφίας μέχρι τις στολές του ελληνικού στρατού κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία.

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...