Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Η προφητεία του κόκκινου κρασιού

Υπόθεση
Το καλοκαίρι του 2005, η 16χρονη Όλγα ακολουθεί τον πατέρα της Αλέξη Νόιγκερ σ' ένα ταξίδι στο Μελένικο. Σκοπός τους είναι να ανακτήσουν ένα σημαντικό οικογενειακό κειμήλιο, μια σπάνια εικόνα της Αγίας Τριάδας. Στη διαδρομή θα γνωρίσει τον φοιτητή νομικής Παύλο Πανίδη, που σιγά σιγά θα την βοηθήσει να ξεπεράσει την ερωτική απογοήτευση που νιώθει. Μέσα από ξεναγήσεις, διηγήσεις και ένα απρόσμενο συναπάντημα, η Όλγα θα μάθει πολλά για την οικογενειακή της ιστορία, αλλά και για την ίδια τη ζωή.

Απρίλιος 1813 - ο πρόκριτος Αναστάσιος Χρηστομάνος, συμμετέχει στην Γενική Συνέλευση των Μελενικιωτών. Ομόφωνα υπογράφουν τις Διαταγές του "Κοινού Μελενίκου", οι ρυθμιστικοί κανόνες του οποίου στην ουσία καταργούν τις κοινωνικές τάξεις και δίνουν ώθηση για συμμετοχή στα κοινά όλων των πολιτών. Πίσω στο αρχοντικό του, η γυναίκα του Αικατερίνη τον πείθει να καλέσουν έναν ιερέα για αγιασμό, καθώς την προηγούμενη μέρα η μικρή του κόρη Ελισάβετ έχυσε κόκκινο κρασί, σημάδι γρουσουζιάς. Μέσα από σκέψεις του γνωρίζουμε την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή κατά τις αρχές του 19ου αιώνα και με ποιον τρόπο διάσημοι Μελενικιώτες συνέβαλαν στον Αγώνα του Γένους.

Σεπτέμβριος 1843 - η Ελισάβετ, σε ηλικία παντρειάς, επιστρέφει με την οικογένειά της στο Μελένικο, μετά από απουσία 14 ετών. Ο πατέρας της φροντίζει να επιδιορθώσουν το σπίτι που κατέστρεψε ένας σεισμός και οι ληστές του Σιαμπάν Γκέκα. Μέσα από σκέψεις της, μαθαίνουμε για τα όσα έζησε κατά την παραμονή της στη Βιέννη. Την επόμενη μέρα εμφανίζεται στην πόρτα τους κάποιος Θεοδόσιος Πέτρου, που τους διηγείται τα γεγονότα γύρω από τη δίκη Κολοκοτρώνη και ζητάει το χέρι της Ελισάβετ.

Γενάρης 1885 - η γερασμένη πια Ελισάβετ επιστρέφει μαζί με τη βαφτισιμιά της Λισάφη από τις Σέρρες στο Μελένικο, για να περάσει εκεί την Πρωτοχρονιά. Οι σκέψεις της νεαρής κοπέλας για τη δολοφονία του πατέρα της από τους κομιτατζήδες, γίνονται αφορμή να μάθουμε πώς ξεκίνησαν οι αναταραχές στη Μακεδονία. Στη συνέχεια, ενημερωνόμαστε για την "Πράξη περί αρραβώνων και συνοικεσίων" που το 1861 έβαλε τάξη στα θέματα της προίκας, για τη μεγάλη πυρκαγιά του 1865 αλλά και τη δράση του Αναστασίου Παλατίδη στα 1840, χάρη στην οποία απομακρύνθηκε ο τύραννος της περιοχής Μουστάμπεης. Τέλος, διαβάζουμε γράμματα που έστειλε ο μαθητής του Ρήγα, Φίλιππος Πέτροβιτς προς τον Abbé Sieyès το 1797 και γνωρίζουμε μια ιστορία ανθρωπιάς που ξεκίνησε με αφορμή την χολέρα του 1850. Η Ελισάβετ πεθαίνει και λίγο αργότερα η Λισάφη γνωρίζει τον Θεοδόσιο Βεζούκα.

Αύγουστος 1913 - στο Συνέδριο του Βουκουρεστίου αποφασίζεται το Μελένικο να αποδοθεί στη Βουλγαρία. Έτσι οι κάτοικοί του ετοιμάζονται να το εγκαταλείψουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους στην Ελλάδα ή αλλού. Ένας λόχος εθελοντών και ένα τάγμα Ευζώνων κρατούν τους Βούλγαρους του Σαντάνσκι μακριά. Ο Θεοδόσιος Βεζούκας φτάνει από τις Σέρρες να βοηθήσει τη Σταματίνα, αδελφή της Λισάφης, που οι Βούλγαροι την άφησαν χήρα με δυο παιδιά. Από τις σκέψεις του, ενημερωνόμαστε για τον γάμο του αλλά και για τις διάφορες φάσεις του Μακεδονικού Αγώνα. Οι Μελενικιώτες φορτώνουν τα υπάρχοντά τους και θησαυρούς από τις εκκλησίες τους στα κάρα του ξεριζωμού. Φεύγοντας, καταστρέφουν τα αποθέματα κόκκινου κρασιού και βάζουν φωτιά.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου
Εικονογράφηση: Κατερίνα Χαδουλού (εξώφυλλο)
ISBN: 978-960-16-3028-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 2008
Σελίδες: 295
Τιμή: 15 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γυμνάσιο
Το πρώτο κεφάλαιο διαθέσιμο εδώ

Κριτική
Πολυβραβευμένο, δραματικό μυθιστόρημα που περιγράφει τον τελευταίο αιώνα ζωής του ελληνικού Μελενίκου, ξετυλίγοντας παράλληλα με τα γεγονότα δύο οικογενειακές ιστορίες. Η γραφή της Πέτροβιτς είναι όπως πάντα άρτια λογοτεχνικά και η ιστορική έρευνα που έχει πραγματοποιήσει μοιάζει εξαντλητική. Το κείμενο απευθύνεται αποκλειστικά σε έμπειρους αναγνώστες, ενώ για τους μαθητές δημοτικού είναι μάλλον απρόσιτο: η δομή του είναι περίπλοκη, με προτάσεις σύνθετες και μακροσκελείς και λεξιλόγιο απαιτητικό, ενώ το περιεχόμενό του περιλαμβάνει μεγάλες νοηματικές παρενθέσεις και συνεχείς αναφορές στο παρελθόν. Από τα εννέα κεφάλαια κάποια είναι ιδιαίτερα ογκώδη (αγγίζουν μέχρι και τις 50 σ.), καθένα τους όμως χωρίζεται σε δύο - τρεις ημερολογιακές ενότητες που είναι πιο διαχειρίσιμες, καθώς δεν ξεπερνούν τις 30 σελίδες. Οι φίλοι των έργων της συγγραφέως με χαρά θα ξανασυναντήσουν αγαπημένους τους χαρακτήρες που συμπληρώνουν με τις διηγήσεις τους σημαντικά κομμάτια από τα παζλ των οικογενειών Πέτροβιτς και Βεζούκα. Το μυθιστόρημα, παράλληλα με στιγμές συγκίνησης και νοσταλγίας, προσφέρει μια πλήρη εικόνα της ζωής στην Ανατολική Μακεδονία από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και τον Α' παγκόσμιο πόλεμο.

  • Άρτιο λογοτεχνικά, καλογραμμένο
  • Ολοκληρωμένοι χαρακτήρες με πλήρες υπόβαθρο
  • Πληροφορίες για την νεότερη ιστορία της Αν. Μακεδονίας
  • Πλούσιο συμπληρωματικό υλικό, χάρτες, έγγραφα, φωτογραφίες
  • Προβάλλονται η ανθρωπιά, η ειρήνη και ο θεσμός της οικογένειας

  • Οι συνεχείς αναφορές στο παρελθόν μπορεί να κουράσουν

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Οικογένεια, Υπευθυνότητα, Ανθρωπιά, Ειρήνη, Ταξίδια

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν στις 5 Αυγούστου του 1913, οι κάτοικοι του Μελενίκου εγκαταλείπουν για πάντα τις πατρογονικές τους εστίες. 

Εικονογράφηση
Οι σελίδες του κειμένου συνοδεύονται από οικογενειακές φωτογραφίες, έγγραφα, περιοδικά της εποχής, εικόνες από μνημεία και αρχοντικά στο Μελένικο, τρεις χάρτες της περιοχής, αλλά και τα γενεαλογικά δέντρα των οικογενειών Πέτροβιτς και Βεζούκα. Όλα αυτά εμπλουτίζουν οπτικά τη διήγηση, προσφέρουν επιπλέον πληροφορίες και συμπληρώνουν την αναγνωστική μας εμπειρία.

Απόσπασμα
«Την εποχή της χολέρας, που χτύπησε το Μελένικο το 1850. Γιατροί δεν υπήρχαν, μόνο πρακτικοί. Κι ο μητροπολίτης απελπισμένος του έστειλε μήνυμα να πάει να τους βοηθήσει. Ούτε λεπτό δε δίστασε ο Θεοδόσης. Μ’ άφησε μ’ εφτά παιδιά κι έτρεξε να σώσει όσους μπορούσε. Δε γινόταν να τον εμποδίσω. Μόνο την εικόνα της Αγίας Τριάδας του έδωσα μαζί του. Μα δεν ήμουν διόλου σίγουρη ότι θα ξαναγύριζε, ότι δε θα χτυπούσε και τον ίδιο η φοβερή αρρώστια».

«Και άργησε πολύ να γυρίσει;»

«Έμεινε σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Με τη βοήθεια του μητροπολίτη, ενημέρωσε τον κόσμο πώς να προφυλαχτεί, διέταξε να βράζονται οπωσδήποτε για ώρα πολλή το νερό και το γάλα, να μην τρώει κανείς ωμά φρούτα και λαχανικά, έδωσε οδηγίες πώς να καθαριστούν και ν’ απολυμανθούν οι βρύσες, τα πηγάδια και το ποτάμι, ανακούφισε όσο γινόταν εκείνους που είχαν φτάσει πια στα πρόθυρα του θανάτου και θεράπευσε όσους δεν είχαν αφυδατωθεί ολότελα…

»Όσοι σώθηκαν του φιλούσαν τα χέρια. Όπως ένας φτωχός πατέρας, ένας φιλήσυχος Βούλγαρος αγρότης, που του έσωσε το αγόρι του και δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει. “Τι να κάνω για σένα, γιατρέ;” του έλεγε με σπασμένα ελληνικά. “Πες μου τι να κάνω για να ξεπληρώσω τέτοιο μεγάλο καλό που μου έκανες!” “Σώσε και εσύ ένα Ελληνόπουλο, αν ποτέ χρειαστεί, αυτό θα είναι αρκετό” του αποκρίθηκε ο νονός σου. Εκείνος λοιπόν του το υποσχέθηκε. 

»Και να δεις πώς έρχονται τα πράγματα καμιά φορά… Ήρθε μέρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, που κρατήθηκε κείνη η υπόσχεση. Όχι από τον ίδιο το Βούλγαρο αγρότη, μα από το γιο του – το αγόρι που είχε τότε σωθεί από τη χολέρα».

Ούτε αυτή την ιστορία την ήξερε η Λισάφη. Έσυρε το σκαμνάκι πιο κοντά στη νονά και τέντωσε τ’ αυτιά της να ακούσει τη συνέχεια.

Ήταν τη μέρα που παντρεύτηκαν οι γονείς της Λισάφης, είπε η νονά, το 1865, τότε που ξέσπασε κείνη η πυρκαγιά ι έτρεχαν όλοι να σώσουν το βιος τους. Μαζί με το νονό και τη νονά, που θα στεφάνωναν το ζευγάρι, είχε έρθει στο Μελένικο κι ο γιος τους, ο θείος ο Κώστας, φρέσκος γιατρός τότε, μόλις που είχε τελειώσει τις σπουδές του. Με την ευκαιρία του γάμου της αγαπητής τους Θέκλας, ήθελε να δει το αρχοντικό του παππού του Χρηστομάνου, που δεν το είχε δει ποτέ. Κλειστό έμενε το σπίτι τότε. Οι γονείς της νονάς είχαν πεθάνει, ο αδελφός της ο Κωνσταντίνος το ίδιο, τ’ άλλα της τ’ αδέλφια έμεναν στη Βιέννη, τ’ ανίψια της στην Αθήνα… Οι τρεις τους λοιπόν, που έφτασαν λίγες μέρες πριν από το γάμο, έμεναν στο σπίτι της κόρης τους της Ασπασίας, που νιόπαντρη τότε είχε εγκατασταθεί στο Μελένικο.

Όταν φούντωσε λοιπόν η πυρκαγιά και πλησίαζε στο μεγαλόπρεπο σπίτι των Χρηστομάνων, ο νονός με το θείο Κώστα κατέβηκαν γρήγορα την πλαγιά όπου βρίσκεται η μητρόπολη, έφτασαν στο μεγάλο δρόμο κάτω κι άρχισαν να τρέχουν προς το Βαρόσι μήπως και σώσουν το αρχοντικό. Μόλις πέρασαν το τούρκικο χαμάμ, άκουσαν κραυγές κάπου εκεί στα δεξιά να καλούν βοήθεια μεσ’ από ένα χαμηλό σπιτάκι που είχε τυλιχτεί στις φλόγες.

Χωρίς άλλη σκέψη, όρμησαν και οι δυο. Με πολλή προσπάθεια κατάφεραν να βγάλουν από μέσα ένα ζευγάρι μισολιπόθυμο. Μόλις πήρε ανάσα η γυναίκα, βάλθηκε να ξεφωνίζει. Είχε μείνει μέσα το μωρό της! Ο θείος Κώστας έκανε να ορμήσει ξανά, μα την ίδια στιγμή γκρεμίστηκε το μικρό σαχνισί του σπιτιού κι ο πατέρας του, ζυγίζοντας την κατάσταση, τον συγκράτησε. Η φωτιά είχε θεριέψει, θα ήταν παραφροσύνη να περάσει μέσ’ από τα φλεγόμενα χαλάσματα. Το ίδιο του φώναξαν όλοι τριγύρω. Κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει για να σώσει το μωρό.

Να όμως που ξάφνου έτρεξε κοντά ένας νεαρός. Αψηφώντας κάθε κίνδυνο, έδωσε ένα σάλτο, μπήκε στο φλεγόμενο σπίτι και σε λίγο βγήκε κρατώντας στα χέρια του το μωρό, ένα παιδάκι χρονιάρικο που σπάραζε απ’ το κλάμα. Τα ρούχα του νεαρού είχαν αρπάξει φωτιά, τα μαλλιά του ήταν τσουρουφλισμένα, μα το μικρό είχε σωθεί. Μόνο που από το αριστερό του χεράκι έτρεχε αίμα.

Έριξαν μια κουβέρτα στο θαρραλέο νεαρό που το είχε σώσει κι αμέσως οι φλόγες από τα ρούχα του έσβησαν.

Το μωρό τ’ άρπαξε η μάνα του και το καταφιλούσε. Κι ο θείος Κώστας πήγε κοντά να περιποιηθεί όπως όπως το ματωμένο χεράκι.

Ο νονός έσκυψε στο σωτήρα, που είχε πέσει στο έδαφος εξαντλημένος.

«Καλά δεν τα κατάφερα, γιατρέ;», του είπε στα ελληνικά εκείνος με βαριά προφορά.

Ο νονός του έγνεψε ναι.

«Σε είχα δει μέρες εδώ, μα ντρεπόμουνα να σου μιλήσω. Η μοίρα όμως…»

Ο νονός δεν κατάλαβε, τον ρώτησε πού τον ξέρει, ποιος είναι…

Ήταν το παιδί του Βούλγαρου αγρότη που το είχε σώσει από τη χολέρα! Από κείνο το καλοκαίρι της επιδημίας, άκουγε πάντα τον πατέρα του να λέει πως έχει ένα χρέος, το είχε υποσχεθεί στον Έλληνα γιατρό: να σώσει ένα Ελληνόπουλο, αν κάποια φορά χρειαστεί.

Ο πατέρας του νέου είχε πεθάνει. Μα το χρέος είχε μείνει. Αυτό ήταν όλο. Γι’ αυτό είχε ορμήσει στη φωτιά.

Ο νονός κούνησε το κεφάλι του. Δεν ήταν πρώτη φορά που έβλεπε ολοκάθαρα πως η ευγνωμοσύνη και η πραγματική ανθρωπιά δεν ξέρει φυλές και γένη.

Ο πατέρας του μωρού πήγε κοντά και φιλούσε του σωτήρα τα χέρια. «Πες μου τι να κάνω για σένα» έλεγε «πώς να ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες…».

Τότε ο νεαρός Βούλγαρος απάντησε όπως εκείνο το καλοκαίρι ο γιατρός:
«Σώσε κι εσύ ένα Βουλγαράκι, αν ποτέ χρειαστεί, τίποτ’ άλλο δε θέλω» του απάντησε.

Και μόλις κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, έφυγε.

Ο θείος Κώστας πάλευε ακόμα με το μωρό. Στο αριστερό του χέρι έβλεπε τώρα καθαρά πως έλειπε σχεδόν ολόκληρος ο παράμεσος. Κάπου είχε μαγκώσει του παιδιού το χεράκι μέσα στην αντάρα της φωτιάς και στα χαλάσματα. και το δαχτυλάκι του είχε κοπεί.

Το κουβάλησαν μαζί με τους γονείς του στο σπίτι της Ασπασίας, ενώ πάνω στο Βαρόσι το αρχοντικό των Χρηστομάνων είχε γίνει πια στάχτη.

Το φτωχό ζευγάρι με το μωρό είχε μείνει άστεγο. Τι θα απογίνονταν κανένας δεν ήξερε. Σε τέτοια καταστροφή το «Κοινόν Μελενίκου», μόλο που είχε τροποποιηθεί πριν από πέντε χρόνια με σκοπό να βελτιωθεί, τι θα μπορούσε να πρωτοκάνει;

Ο θείος Κώστας βρήκε τη λύση. Πρότεινε να πάρουν το ζευγάρι στα Σέρρας, ν’ απασχοληθούν και οι δυο στο κτήμα. Κι αν ήθελαν, θα τους βάφτιζε το παιδί.

«Έτσι έγινε κι άκουσε τ’ όνομά του ο νονός σου πριν πεθάνει» είπε η νονά. «Από τότε, το μικρό Θεοδόση, το γιο του Άγγελου και της Αργυρης Βεζούκα –έτσι έλεγαν τους γονείς του- τον πήρε ο θείος σου ο Κώστας υπό την προστασία του. Είκοσι χρονών παλικάρι έχει γίνει πια και είναι το χέρι το δεξί του Νούσκα και του Μανόλη στο Πεθελινό. Θα τον έχεις δει, δεν μπορεί. Όσες φορές έτυχε να πάμε μαζί στο κτήμα, όλο κάπου εκεί βρισκόταν».

Η Λισάφη προσπάθησε να θυμηθεί από πότε είχε να πάει στο κτήμα με τη νονά. Τα τελευταία χρόνια οι θείοι δεν ήθελαν να πηγαίνει η μητέρα τους εκεί. Το έβρισκαν επικίνδυνο να μετακινείται με την άμαξα. Ποτέ δεν ήξερες τι θα σου τύχει στο δρόμο – ληστείες και απαγωγές γίνονταν κάθε τόσο. την τελευταία φορά που θυμόταν λοιπόν η Λισάφη να βρέθηκε στο κτήμα, πρέπει να ήταν πριν από δύο χρόνια – τα δεκατέσσερα πρέπει να είχε κλείσει.

Ναι, τώρα θυμάται… Η άμαξα την είχε ζαλίσει πολύ εκείνη τη μέρα και δεν είχε βγει διόλου από το κονάκι. Άλλωστε, έξω δεν είχε τι να κάνει. Ο καιρός ήταν άσχημος και δεν μπορούσε να πλατσουρίσει στη λίμνη του Αχινού, να καμαρώσει τα λευκά και τα κίτρινα νερόκρινα ή να χαζέψει τις αγριόπαπιες να τσαλαβουτούν στα ρηχά για κανένα ψάρι… Ούτε καν λίγη βαρκάδα δεν μπορούσε να πάει. Και της άρεσαν τόσο εκείνες οι μακρόστενες βαρκούλες με την πλατιά καρίνα, τις μυτερές άκρες και τα κουπιά τα δεμένα στην κουπαστή με λουριά!

Είχε μείνει μέσα λοιπόν με τη ζαλάδα και την κακοκαιρία. Όσο για το νεαρό Θεοδόσιο που έλεγε η νονά… Όχι, δε θυμόταν να τον είχε ποτέ προσέξει…

«Εργατικό, πανέξυπνο παιδί, πρώτο τελείωσε το σχολείο και θέλει να σπουδάσει νομικά και οικονομικά» έλεγε τώρα η νονά. «Με τόσα χαρίσματα, ποιος δίνει σημασία στη μικρή εκείνη αναπηρία που του άφησε η αντάρα της πυρκαγιάς; Ποιος προσέχει ότι λείπει ένα του δάχτυλο στ’ αριστερό του το χέρι; Μεθαύριο μάλιστα, που θα είναι και πλούσιος… Ο θείος σου ο Κώστας θα του αφήσει το μερίδιό του στο κτήμα!»

Η Λισάφη δε μίλησε. Τι την ένοιαζε τώρα ο προστατευόμενος του θείου Κώστα με το κομμένο δάχτυλο; Τι σημασία είχαν τα προσόντα του και τ’ αράδιαζε η νονά;

Ή μήπως είχαν;  Ή μήπως της τα έλεγε όλ’ αυτά επειδή τον προόριζε γι’ άντρα της;  Και γι’ αυτό την κανοναρχούσε ότι θα την καλοπαντρέψει ο θείος Κώστας;

Φούντωσε από την ταραχή της. Μόλο που τη λάτρευε τη νονά, τελευταία ήταν στιγμές που ένιωθε να της εναντιώνεται.

Πήρε πάλι το πανί και τα ‘βαλε με το λεκέ από το κόκκινο κρασί στο πάτωμα, να κάνει κάτι να ξεθυμάνει.

«Εύχομαι να έχει καλή τύχη το παλικάρι» συνέχισε η νονά. «Όπως εύχομαι να έχει καλή τύχη το παλικάρι» συνέχισε η νονά. «Όπως εύχομαι να καλοτυχήσεις κι εσύ, κοριτσάκι μου. Κι όποιον κι αν παντρευτείς, να ζήσεις μαζί του αρμονικά και ειρηνικά. Όποιον κι αν διαλέξεις – γιατί τον άντρα σου εσύ θα τον διαλέξεις τελικά και κανένας άλλος».

Η Λισάφη παράτησε το πανί και ξανάσανε. Με τούτη τη φράση την τελευταία η νονά είχε γίνει πάλι η νονά που ήξερε. Η νονά που λάτρευε.

«Μια συμβουλή μόνο θα σου δώσω» συνέχισε κείνη. «να μη στήσεις το σπιτικό σου εδώ στο Μελένικο. Στα Σέρρας να ζήσεις. Μη με ρωτήσεις γιατί. Πες το προαίσθηση, πες το όπως θέλεις…»
Το καταστατικό του Μελενίκου (Πηγή)
Σχόλιο
Η παρουσίαση του Μελενίκου μέσα στον χρόνο είναι υποδειγματική. Η συγγραφέας ανασυνθέτει την εικόνα του ψηφίδα - ψηφίδα, μέσα από περιγραφές και γεγονότα σε διάφορες ιστορικές φάσεις, έτσι ώστε οι αναγνώστες να αποκτούν ως το τέλος του βιβλίου πλήρη αντίληψη της μορφής και της θέσης του στον ελληνικό κόσμο. Μαθαίνουμε για τη διατροφή (σ.26), την ενδυμασία (σ.97-8), τα διάφορα έθιμα και τις δοξασίες (σ.125, 149) των κατοίκων του, για την αρχιτεκτονική και την οικονομία του (σ.30), τις κοινωνικές αντιλήψεις (σ.91-2) και κάποια συμβάντα που χάραξαν το όνομά του στην ιστορία, όπως την υπογραφή των Διαταγών του Κοινού (σ.31, 209-10). Καθώς το έργο είναι προσανατολισμένο στο Μελένικο και τους ανθρώπους του, τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα και οι διπλωματικές αποφάσεις κάθε εποχής δεν μπαίνουν στο επίκεντρο ούτε αφήνονται να "κλέψουν την παράσταση"· γίνονται σε μας αντιληπτά έμμεσα, από τον τρόπο που διαποτίζουν την καθημερινότητα των χαρακτήρων και επηρεάζουν την πλοκή.
Το Μελένικο (Melnik - Мелник) όπως είναι σήμερα
Ένα από τα σημεία που θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε, είναι το μεγάλο ποσοστό «νεκρού χρόνου», χρόνου δηλαδή κατά τον οποίο η πλοκή δεν «τρέχει» στο (εκάστοτε) παρόν, αλλά ταξιδεύει στο παρελθόν, μέσα από διαφόρων τύπων αφηγηματικές ενότητες. Συλλογισμοί, αναλογισμοί, απολογισμοί, διηγήσεις, ανάγνωση σημειώσεων, γραμμάτων και άρθρων, ενημερώνουν μεν τον αναγνώστη, αλλά δεν συμβάλλουν στη ροή και αθροιστικά υπάρχει περίπτωση να κουράσουν. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο κεφάλαιο με τίτλο Ανοιξιάτικη καταιγίδα, από τις 36 (σ.24-60) συνολικά σελίδες, σχεδόν οι 27 (δηλαδή τα τρία τέταρτα) στρέφουν το βλέμμα προς τα πίσω: άλλοτε (σ.25-32) με περιγραφές γεγονότων της προηγούμενης μέρας ή κάποια θύμηση (σ.36-37) της Αικατερίνης, άλλοτε (σ.39-47) μέσα από συλλογισμούς του Αναστασίου γύρω από την οικογένειά του, το παρελθόν του στην Αυστρία και τη συμβολή των Μελενικιωτών στον Αγώνα... πότε (σ.47-54) με όχημα έναν διάλογο του Αναστασίου με τον αδελφό του -με τη συνδρομή του οποίου ενημερωνόμαστε για την ιστορία του Βελεστινλή- και κάποτε με την ανάγνωση ενός αποσπάσματος σημειώσεων (σ.55) για τους εκτελεσθέντες και απελαθέντες συνεργάτες του Ρήγα, μέχρι τελικά οι έμμεσες αναφορές να κλείσουν με λίγα λόγια για την αντιπαλότητα ανάμεσα στις ελληνικές κοινότητες της Βιέννης (σ.56-58).
Το σπίτι του Ρήγα Βελεστινλή στη Βιέννη
Η συγγραφέας αποφεύγει για μια ακόμα φορά την παγίδα της μονομέρειας. Γιατί μπορεί στο κείμενο να ενημερωνόμαστε για τις καταπιέσεις που υφίσταντο οι ντόπιοι Μακεδόνες από τους Τούρκους (σ. 44) τις ληστρικές διαθέσεις (σ.248) και τις ωμότητες των Βουλγάρων, όμως ταυτόχρονα προβάλλεται και το ανθρώπινο πρόσωπο των βορείων γειτόνων. Η σκυταλοδρομία ανθρωπιάς που ξεκινάει από τη σκηνή που διαβάζουμε στο απόσπασμα, αποδεικνύει με έναν όμορφο τρόπο πως "Η ανθρωπιά δεν ξέρει φυλές και γένη" (παρότι η προτροπή «σώσε και συ ένα Ελληνάκι / Βουλγαράκι» καθόλου δεν αγνοεί τις φυλές), ενώ και στη σ. 237 η υπευθυνότητα που διακατέχει έναν Βούλγαρο αξιωματικό, σώζει την 13χρονη Αθηνά από έναν αγριεμένο στρατιώτη.
Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) το Μελένικο αποδόθηκε στη Βουλγαρία -
αριστερά του χάρτη απεικόνιση κομιτατζή και δεξιά υποδεκανέα του βουλγαρικού στρατού της εποχής

Στο κείμενο ξεδιπλώνονται αλληλένδετες ιστορίες ανάμεσα σε αρκετά πρόσωπα και πολλαπλά χρονικά επίπεδα. Οι γέφυρες που τα συνδέουν είναι κατά κύριο λόγο γεωγραφικές και κοινωνικές, αφού στο κέντρο της διήγησης βρίσκονται πάντα το Μελένικο (με τα μνημεία του) και οι οικογένειες Πέτροβιτς και Βεζούκα. Συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις τρεις γενιές συνιστούν επίσης τα κειμήλια και οι παραδόσεις. Πρώτα απ' όλα, η παράξενης τεχνοτροπίας εικόνα της Αγίας Τριάδας που, χέρι με χέρι, ταξιδεύει στον χρόνο και δίνει στο μυθιστόρημα έναν τόνο μυστηρίου· προστατεύει με τη χάρη της διάφορα πρόσωπα, που σε κάποιες περιπτώσεις (σ. 93, 156, ίσως και 182) αλλάζουν την προγραμματισμένη τους πορεία, με αποτέλεσμα να σωθούν από ενέδρες ληστών. Μέσα στον χρόνο ταξιδεύει μαζί με το αίμα και τα κειμήλια της οικογένειας και μια σκοτεινή παράδοση, που μιλάει για γρουσουζιά από το χυμένο κόκκινο κρασί. Αυτή διαπερνάει ολόκληρο το έργο (σ.14, 27, 114, 173, 189, 287) και εμπνέει τον τίτλο του. Τέλος, τις ηρωίδες των τριών γενεών που παρακολουθούμε, ενώνουν οι ανεκπλήρωτοι πλατωνικοί τους έρωτες, που όταν ξεθυμαίνουν δίνουν τη θέση τους σε συντρόφους ζωής. Η Ελισάβετ Α' θέλει τον Βάλτερ, καταλήγει όμως με τον Θεοδόσιο Πέτροβιτς· η Λισάφη (Ελισάβετ Β') είναι ερωτευμένη με τον Κωνσταντίνο, αλλά τελικά την κερδίζει ο Θεοδόσιος Βεζούκας· και η Όλγα δεν μπορεί να ξεχάσει τον Απελλή, μέχρι που γνωρίζει τον Παύλο Παντίδη.
Αντιγράφουμε από τα Σερραϊκά Χρονικά (τ. 12, «Τιμητική εκδήλωση για τη Λότη Πέτροβιτς», σ. 165-182) μέρος της ομιλίας του καθηγητή Βασ. Αναγνωστόπουλου: Στο «Πανσερραϊκό Ημερολόγιο» του 1984 δημοσίευσε ένα άρθρο της με τίτλο «Τα Σέρρας του πατέρα μου», με το οποίο ερμηνεύεται, πιστεύω, ο ιδιαίτερος και βαθύς ψυχικός δεσμός της με την πόλη και την περιοχή των Σερρών. Γράφει λοιπόν: «Τα Σέρρας, όταν ήμουν παιδί, τα είχα στη φαντασία μου σαν τόπο απρόσιτο, σχεδόν μυθικό. Και ήταν τωόντι απρόσιτα εκείνη την εποχή, γιατί σαν άρχισα να νιώθω τον κόσμο -στα τρία, τέσσερα, πες στα πέντε μου χρόνια- οι μπότες των ναζί που βροντούσανε ρυθμικά στους δρόμους της δικής μου «πατρίδας» -της όμορφης τότε συνοικίας των Αθηνών, τα «Εξάρχεια» - έλιωναν κάτω από το βάρος τους κάθε κρυφή ελπίδα να δω κι εγώ με τα μάτια μου του πατέρα «τα Σέρρας», να γνωρίσω από κοντά την πόλη «που κάηκε και ξανακάηκε απ' τους Βουλγάρους, πρώτα στα 1913 και ύστερα πάλι στα '17», όπως τον άκουγα να διηγιέται· την πόλη όπου έζησε κείνος παιδί με τις αδελφές και με τους γονείς του, τη νενέ Πηνελόπη και τον παππού Μανόλη· τον τόπο όπου έζησαν ονομαστοί συγγενείς, σαν τον αδελφό του παππού, το θείο Νούσκα... κι όπου ζούσαν ακόμα ένα σωρό θείοι και τρεις πρώτες μου ξαδερφούλες...» Και παρακάτω θα συμπληρώσει: «Λίγο-λίγο, μετεωρίτες από του πατέρα τα Σέρρας τα μυθικά γνώριζα κι άλλους... ήταν φίλοι και συγγενείς, την οικογένεια Παπαλεξίου, την οικογένεια Μάρτζου, Ζία, Χόνδρου και Συμεωνίδη, τους συγγενείς μας Παπάζογλου, Ζλάτκου, Κοντού, Χρηστομάνου, Καπέτη... τις πρώτες ξαδέλφες, κόρες του θείου του Νούσκα, Καλλιόπη και Λίζα Πέτροβιτς, πασίγνωστη στην τότε Αθήνα ερυθροσταυρίτισσα εθελόντρια...» (από Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου, «Τα Σέρρας του πατέρα μου», Πανσερραϊκό Ημερολόγιο, τομ. 10/1984, σ. 32, 36 κεξ.)
Χρήση στην τάξη
Στο μάθημα της Ιστορίας, αποσπάσματα από το βιβλίο μπορούν να μας βοηθήσουν να μιλήσουμε για τον Μακεδονικό Αγώνα (σ.162-3 και 223-5) αλλά και τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), που διπλασίασε την έκταση του ελληνικού κράτους. Επίσης, με αφορμή τα τελευταία κεφάλαια, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για την πολιτική της ανταλλαγής πληθυσμών, που την εποχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Τι συναισθήματα μπορεί να έχει κάποιος που ξεριζώνεται από τον τόπο του αλλά οδηγείται σε ένα μέρος όπου δεν κινδυνεύει και που μπορεί να θεωρεί νέα του πατρίδα;

Στο παράρτημα των τελευταίων σελίδων συναντάμε τα οικογενειακά δέντρα των Πέτροβιτς και Βεζούκα. Με τη βοήθεια εκπαιδευτικού και γονέων, οι μαθητές θα μπορούσαν χρησιμοποιώντας πίνακες ή κάποιο σχετικό λογισμικό  να κατασκευάσουν τα δικά τους δέντρα. Αν η δραστηριότητα προκαλέσει το ενδιαφέρον τους, μπορούμε να την αναβαθμίσουμε: μετά από συνεντεύξεις με συγγενείς, συγκέντρωση παλιών φωτογραφιών ή κάποιου κειμηλίου, οι μαθητές μπορούν να παρουσιάσουν ιστορίες από το παρελθόν της οικογένειάς τους και σε μια τρίτη φάση να δοκιμάσουν να τις συνθέσουν με των συμμαθητών τους, πλάθοντας ένα κοινό παρελθόν για την τάξη.
απλοποιημένο γενεαλογικό δέντρο (Πηγή)
Επίσης, ίσως θα ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την ιστορία της περίεργης εικόνας της Αγίας Τριάδας που διατηρεί πρωταγωνιστική θέση στο μυθιστόρημα. Από ποια χέρια περνάει μέσα στα χρόνια και ποιες γεωγραφικές διαδρομές ακολουθεί; Με βάση την περιγραφή της στη σελ.36, μήπως θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε ζωγραφικά με ένα δικό μας σχέδιο;

Στο βιβλίο θα συναντήσουμε αρκετά γνωμικά που μεταφέρουν αντιλήψεις των παλαιότερων στις επόμενες γενιές, όπως «Ανάποδος χρόνος, μήνες δεκατρείς», «Ντροπή δεν είναι να μην ξέρεις, αλλά να μη θέλεις να μάθεις», «Λύπη και χαρά, κύματα της θάλασσας, η μια μετά την άλλη», «Η ανθρωπιά δεν ξέρει φυλές και γένη», «Χυμένο κόκκινο κρασί, τέλος κακό καλή αρχή». Μπορούν άραγε οι μαθητές να συγκεντρώσουν αντίστοιχες εκφράσεις που ακούν από το περιβάλλον τους στην σύγχρονη καθημερινότητα και να αναζητήσουν την προέλευσή τους στο διαδίκτυο;

Παρατηρώντας την παρακάτω εικόνα από το Μελένικο και με βοήθεια του κειμένου στις σ.72 και 212 του βιβλίου, ας προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε που βρίσκεται ο Πύργος του Μπάμπουρα.

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...