Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Η κραυγή των λύκων

Υπόθεση
Η οικογένεια του 10χρονου Λούη μετακομίζει στο ορεινό χωριό Βόθη καθώς ο πατέρας του γίνεται ο νέος ταχυδρόμος. Οι ντόπιοι τους υποδέχονται ψυχρά και τους προτείνουν να εγκαταλείψουν το χωριό. Πολύ σύντομα τους κόβουν ακόμα και την καλημέρα, ενώ κάθε βράδυ κλειδώνονται στα σπίτια τους, φοβούμενοι όπως λένε τους λύκους που τριγυρίζουν στην περιοχή. Τα πράγματα αλλάζουν όταν στο μέρος καταφθάνει η Άννα, που γίνεται φίλη με τον Λούη και τον συνοδεύει στις εξερευνήσεις του... Μαζί θα προσπαθήσουν να λύσουν το μυστήριο που στοιχειώνει το χωριό και τους κατοίκους, κανείς όμως δεν μπορεί να φανταστεί αυτό που τελικά τους περιμένει...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Δοκιμάκης
Συγγραφείς: Βασίλης Κουτσιαρής και Γιάννης Διακομανώλης
Εικονογράφηση: Ελένη Αϋφαντή
ISBN: 978-960-9433-12-9
Έτος 1ης Έκδοσης: 2010
Σελίδες: 60
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε', Στ'
άλλη κριτική εδώ

Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Κουτσιαρή για τη δωρεά ενός αντιτύπου στη βιβλιοθήκη της τάξης μας!

Κριτική
Το πρώτο βιβλίο του συγγραφικού διδύμου από την Κω είναι ένα παραμύθι - μεταφυσικό θρίλερ, που μπορεί στην πορεία να μας μπλέκει λίγο με τις διαφορετικές του διαδρομές, μας αποζημιώνει όμως με το συναρπαστικό τέλος του. Προτείνεται σε μαθητές των μεσαίων και μεγαλύτερων τάξεων του Δημοτικού, που ενδιαφέρονται για το περιβάλλον αλλά και για περιπέτειες μαγείας και φαντασίας!


  • Ατμοσφαιρικές σκηνές
  • Ενδιαφέρων ο τρόπος που το ρεαλιστικό μπλέκεται με το παραμυθικό και το παρόν εναλλάσσεται με το παρελθόν
  • Συναρπαστική η κατάληξη της ιστορίας


  • Ορισμένα σημεία με έλλειψη σαφήνειας
  • Απότομες μεταπτώσεις στον συναισθηματισμό των ηρώων 

Αξίες - Θέματα
Φαντασία, Μαγεία, Περιπέτεια, Διαφορετικότητα, Περιβάλλον

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Το φινάλε με τη λύση του μυστηριώδη γρίφου!

Εικονογράφηση
Απλή και σχετικά χαριτωμένη, λίγο όμως εκτός του κλίματος μυστηρίου που διαμορφώνει το κείμενο


Απόσπασμα
Ήταν αρχές Αυγούστου, όταν η οικογένεια του Λούη μετακόμισε στο μικρό χωριό ψηλά στο βουνό. Βόθη το όνομά του. Περίεργο όνομα όπως και οι κάτοικοι. Με τις λίγες οικονομίες που είχαν, νοίκιασαν ένα σπιτάκι με δυο δωμάτια όλα κι όλα και μια μικρή αυλή. Θα το 'φτιαχναν όμως και θα το 'καναν αγνώριστο. Τώρα που το 'χαν βρει, ήταν σίγουροι ότι όλα θα τους πήγαιναν καλά.

Ο Λούης δεν ήταν και πολύ ενθουσιασμένος με αυτή την απόφαση των γονιών του. Στην πόλη είχε τους φίλους του, το σχολείο του, τους δικούς του ανθρώπους. Αν και μόλις δέκα χρονών, μάλωσε μαζί τους γι' αυτό το θέμα. Τελικά υπερίσχυσε η γνώμη των γονιών του, αφού η μετάθεση του πατέρα ως ταχυδρόμου δεν τους άφηνε και πολλά περιθώρια, και να που τώρα βρίσκονταν εκεί.

Το χωριό ήταν χτισμένο ψηλά, κυκλωμένο από ένα πυκνό δάσος που έφτανε ως τους πρόποδες του βουνού. Μοναδική διέξοδος ο μικρός χωμάτινος δρόμος που οδηγούσε στην κεντρική λεωφόρο λίγα χιλιόμετρα μακριά. Όλα τα σπίτια ήταν μικρά με κόκκινα παντζούρια και πόρτες και ήταν χτισμένα σχετικά κοντά το ένα με το άλλο. Οι αυλές των σπιτιών ήταν περιφραγμένες με έναν αρκετά ψηλό φράχτη, ασυνήθιστο για αυλή.

Μόλις νύχτωνε, όλοι έμπαιναν μέσα στα σπίτια τους, σφάλιζαν πόρτες και παράθυρα και άφηναν τα έξω φώτα αναμμένα. Όταν οι γονείς του Λούη ρώτησαν γιατί το έκαναν αυτό, εκείνοι απάντησαν:

- Φοβόμαστε τους λύκους

Βέβαια χρόνια τώρα δεν είχε γίνει κάποιο περιστατικό που να δικαιολογεί το φόβο τους αυτό. Στα μικρά χωριά οι θρύλοι έχουν τέτοια δύναμη, που δύσκολα μπορεί να τους αγνοήσει κανείς.

Το σπίτι που νοίκιασαν ήταν χτισμένο στο ψηλότερο σημείο του βουνού, λίγο μακριά από τα υπόλοιπα σπίτια, σχεδόν κρυμμένο, λόγω των ψηλών δέντρων γύρω του. Καθημερινά, δήθεν τυχαία, περνούσαν διάφοροι και σταματούσαν για μια καλημέρα. Ποτέ όμως δεν αρκούνταν μόνο σ' αυτή.

- Κινδυνεύετε! Φύγετε από το χωριό!

ήταν τα τελευταία τους λόγια, χωρίς ουσιαστικά να τους εξηγούνε το λόγο.

Όταν οι χωριανοί είδαν ότι οι γονείς του Λούη αγνοούσαν τις προειδοποιήσεις τους, άλλαξαν τακτική. Έπαψαν να τους μιλάνε. Τους έβλεπες να συζητούν μεταξύ τους σιγανά, να τους κοιτάζουν παράξενα. Μια μέρα η κυρά Δέσποινα, η μαμά του Λούη, άκουσε να τους αποκαλούν “οι άλλοι”. Κι όμως ήταν άνθρωποι καταδεκτικοί, καλοσυνάτοι.

- Δύσκολα τα πράγματα, μονολογούσε η κυρά Δέσποινα ξανά και ξανά, όταν έμενε μόνη της.

Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήταν τόσο ανεπιθύμητοι στο χωριό. Όταν όμως ο γιος της της έλεγε το παραμικρό για αυτό το θέμα, τον μάλωνε λέγοντας ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι.

Ώσπου έφτασε ο Σεπτέμβρης, που ο γιος της θα πήγαινε σχολείο. Το πρωί, μόλις ξημέρωσε, η μαμά έντυσε το Λούη με τα καλά του ρούχα, το μπλε παντελόνι και το άσπρο πουλόβερ του έδωσε ένα φιλί και τον ξεπροβόδισε.

Το σχολείο βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Σε λίγα λεπτά είχε φτάσει. Μόλις μπήκε στο προαύλιο, όλα τα παιδιά τον κοιτούσαν περίεργα. Αισθάνθηκε άβολα, αλλά ευτυχώς χτύπησε το κουδούνι για να μπούνε στις τάξεις.

Η τάξη του ήταν μικρή αλλά στολισμένη όμορφα.

Οι συμμαθητές του λίγοι.

- Καλημέρα, είπε δυνατά αλλά δεν πήρε απάντηση από κανέναν.

- Καλημέρα, ακούστηκε δειλά, μετά από λίγο, μια φωνή πίσω του.

Ο Λούης γύρισε και είδε ένα κοριτσάκι με μακριά ξανθιά μαλλιά και γαλάζια μάτια να τον χαιρετά δειλά. Της χαμογέλασε κι εκείνος και γύρισε το κεφάλι του μπροστά.

Στο διάλειμμα το μικρό κορίτσι τον πλησίασε.

- Με λένε Άννα, του είπε.

- Εμένα Λούη, της απάντησε γεμάτος χαρά εκείνος.

- Προχθές ήρθαμε στο χωριό. Λείπαμε όλο το καλοκαίρι, του είπε η Άννα.

- Γι' αυτό δε σε έχω δει τόσο καιρό που είμαι εδώ, διαπίστωσε εκείνος.

- Πέρασες δύσκολα το καλοκαίρι;

Η ερώτηση ξάφνιασε το Λούη. Δεν την περίμενε.

- Γιατί το λες αυτό; τη ρώτησε δήθεν αδιάφορα.

- Τα παιδιά δε μιλούν σε ξένους. Δεν τους αφήνουν οι γονείς τους. Αυτό πρέπει να 'γινε και με σένα, είπε η Άννα κοιτάζοντάς τον με συμπάθεια.

- Αυτό έγινε... της απάντησε διστακτικά εκείνος.

- Μη στεναχωριέσαι. Τώρα έχεις εμένα, του είπε η Άννα και του χαμογέλασε γλυκά.

- Εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους...

Τα λόγια του Λούη έκρυβαν ένα παράπονο. Κοιτούσε την Άννα στα μάτια και περίμενε να ακούσει τι είχε να του πει. Η Άννα κατάλαβε ότι ο Λούης ένιωθε πολύ μόνος. Έτσι του είπε:

- Δε μεγάλωσα εδώ. Μόλις πέρυσι αποφασίσαμε να έρθουμε να ζήσουμε στο χωριό. Ο μπαμπάς μου είναι γιατρός και μου είπε ότι ο καθαρός αέρας στο χωριό θα έκανε καλό στην υγεία μου. Το σπίτι που μένουμε είναι κληρονομιά της μαμάς μου.

Το κουδούνι διέκοψε την κουβέντα τους και μπήκαν ξανά μέσα. Όταν σχόλασαν, η Άννα τον πλησίασε.

- Θα 'ρθεις στο σπίτι μου το απόγευμα;

- Ναι! Της απάντησε ο Λούης αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη.

- Είναι το τελευταίο σπίτι κοντά στην είσοδο του δάσους, του είπε η Άννα και έφυγε.

Σχόλιο
Οι συγγραφείς στο πρώτο τους αυτό βιβλίο φανερώνουν αρκετά από τα στοιχεία, τα οποία συναντάμε στα επόμενα, πιο προβεβλημένα έργα τους: πρωταγωνιστές με σαφή, στρογγυλεμένα χαρακτηριστικά, ενδιαφέρουσα πλοκή δομημένη γύρω από ένα κεντρικό δίδαγμα και σε γενικές γραμμές τήρηση της πολιτικής ορθότητας. Σχετικά με το τελευταίο, στη συγκεκριμένη ιστορία, ακόμα και οι κάτοικοι του χωριού που παρουσιάζονται εντελώς αρνητικά προδιατεθειμένοι απέναντι στην οικογένεια του Λούη, βλέπουμε να χαρακτηρίζονται από τη μητέρα του ως άνθρωποι καταδεκτικοί και καλοσυνάτοι.

Χρήση στην τάξη
Διαβάσαμε την ιστορία στην τάξη και άρεσε στους μαθητές, ιδιαίτερα στο μέρος όπου αρχίζουν τα μαγικά. Αναπαραστήσαμε σκηνές του έργου με παντομίμα και μιμηθήκαμε ήχους του δάσους (άνεμος στα δέντρα, βήματα στις πευκοβελόνες, μακρινές φωνές λύκων) μεταφέροντας στην τάξη λίγη από την ατμόσφαιρα κατά την περιπλάνηση των δύο ηρώων.

Κάποιες (ορθολογικής φύσεως) μικροαπορίες που προέκυψαν όπως π.χ. γιατί οι κάτοικοι νοίκιασαν σπίτι στους ξένους αφού δεν τους ήθελαν εκεί; ή, αν έφευγε ο ταχυδρόμος -ο πατέρας του Λούη- από το χωριό, ποιος θα μοίραζε μετά τα γράμματα; προσπαθήσαμε να τις απαντήσουμε με ένα φανταστικό σενάριο:

Ο πατέρας του Λούη, μόλις έμαθε για την μετάθεσή του στη Βόθη, πήγε στο χωριό και έχτισε με πέτρες ένα καινούριο σπίτι! Έτσι, κανείς δεν μπορούσε να τους βγάλει από εκεί, αλλά και ο ίδιος μετά από τόσο κόπο δεν ήθελε να αλλάξει μέρος. Το σπίτι ήταν διώροφο, και στο ισόγειο είχε βάλει μια ταμπέλα "Ταχυδρομείο". Κανείς άλλος λοιπόν δεν μπορούσε να κάνει τη δουλειά του ταχυδρόμου, και η υπηρεσία σε κείνον θα έστελνε τα γράμματα...

Το διήγημα μπορεί φυσικά να αποτελέσει αφορμή και για το μάθημα της Μελέτης Περιβάλλοντος, όπου θα συζητήσουμε για τους λύκους και το πώς παρουσιάζονται στις παιδικές ιστορίες. Είναι άραγε τόσο "κακό" ζώο, ή μήπως είναι απλώς παρεξηγημένο από τους ανθρώπους; Ο εκπαιδευτικός μπορεί να προετοιμάσει αποσπάσματα από βιβλία για μεγάλους, από ταινίες ή να παρουσιάσει ιστορίες από το παρελθόν για να εξηγήσει στα παιδιά πως οι λύκοι δεν αντιμετωπίζονταν πάντα και από όλες τις κοινωνίες ως μισητοί εχθροί μας. Θα μπορούσε ίσως να ακολουθήσει συζήτηση γύρω από τη διαφορετικότητα και το πώς θα αισθανόμασταν εμείς αν ξαφνικά μεταμορφωνόμασταν σε λύκους και βλέπαμε τους ανθρώπους να μας αντιμετωπίζουν εχθρικά.

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...