Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Το σπίτι του Άγγλου συνταγματάρχη

 
Υπόθεση
Στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο της δεκαετίας του '50, η οικογένεια της νεαρής Αθηνάς μένει απέναντι από το σπίτι ενός Άγγλου συνταγματάρχη. Η ηρωίδα μας αφηγείται τα όσα περίεργα συμβαίνουν στο νησί, στο σχολείο αλλά και στην καρδιά της. Γιατί την ώρα που η σκληρή διακυβέρνηση των κατακτητών οδηγεί τους νέους του νησιού να εξεγερθούν, εκείνη τυχαίνει να βιώσει τον πρώτο της έρωτα με τον γιο του Άγγλου συνταγματάρχη! Τι κι αν ο Αχιλλέας, ο θερμόαιμος αδελφός της, φεύγει με τους αντάρτες για το βουνό; Τι κι αν συνέλαβαν τη λιγόλογη αδελφή της Αιμιλία για διανομή παράνομων προκηρύξεων; Η Αθηνά παρά τις ενοχές, νιώθει την καρδιά της να φτερουγίζει! Τι θα νικήσει τελικά μέσα της; Ο έρωτας ή η ανάγκη για ελευθερία;
 
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Μαρία Αβρααμίδου
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-16-2273-6
Έτος 1ης Έκδοσης: 2007
Σελίδες: 152
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Βραβευμένο δραματικό διήγημα στο οποίο ο έρωτας κι ο θάνατος σημαδεύουν το πέρασμα της ηρωίδας στην ενήλικη ζωή. Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε μαθητές γυμνασίου, ενώ τα κορίτσια θα ταυτιστούν ευκολότερα με την πρωταγωνίστρια Αθηνά.


  • Ζωντανοί χαρακτήρες
  • Έντονα και ρεαλιστικά συναισθήματα
  • Λογοτεχνικότητα και ενδιαφέροντα καλολογικά στοιχεία
  • Λίγες αλλά δυνατές δραματικές σκηνές
  • Ηθικοπλαστικό: Η ελευθερία ανάγεται σε κυρίαρχη αξία


  • Δεν υπάρχει χωρισμός σε κεφάλαια ή εικονογράφηση
  • Η εξέλιξη της πλοκής μοιάζει κάποιες φορές αργή, εξαιτίας του βάρους που δίνεται στην πάλη των συναισθημάτων μέσα στο μυαλό της ηρωίδας

Αξίες - Θέματα
Οικογένεια, Αγάπη, Πατριωτισμός, Γενναιότητα, Υπευθυνότητα, Ιστορία, Εκπαίδευση

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Συγκλονιστική η σκηνή αγωνίας στο σπίτι, καθώς ο μεγάλος γιος Αχιλλέας λείπει και έξω ακούγονται πυροβολισμοί και ποδοβολητά από τους Άγγλους (σ.30-32). 

Συγκινητικές και οι προσπάθειες της μητέρας να κρατήσει τα παιδιά της μακριά από "μπελάδες"... δεν μπορεί ωστόσο παρά να ρίξει νερό στο κρασί της, όταν ο γιος τελικά ζητάει την ελευθερία του (σ.67): Αχ, ρε μάνα, ρε μάνα, σε παρακαλώ, βοήθησε να μη μου δυσκολεύει τη ζωή η τόση σου αγάπη!

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Κι έτσι άρχισε η ιστορία. Μια ιστορία που είχα βαλθεί με όλη μου τη δύναμη να τη θάψω στα τρίσβαθα της ψυχής μου, να προσποιηθώ πως ποτέ δε συνέβη. Όμως κάποτε, ολωσδιόλου ξαφνικά, ζωντάνευαν όλα, η κάθε λεπτομέρεια, τα πώς, τα γιατί, τα διότι, οι διεκδικήσεις, οι αντεγκλήσεις, όλα, όλα. Έτσι, χωρίς καμία αιτία και αφορμή, μου παρουσιάζονταν ολοζώντανα μπροστά μου, μου παίδευαν τις νύχτες, μου ζητούσαν το λόγο. 

- Μη μου πεις ότι θα κάμεις επίσκεψη στους Εγγλέζους, είπε άγρια ο Αχιλλέας.

- Το αίμα του πετεινού μας είναι ακόμα στο πουκάμισό σου, είπα και κίνησα για το δωμάτιό μου.

- Μη μου αλλάζεις κουβέντα, είπα απειλητικά τώρα ο Αχιλλέας και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του υπνοδωματίου μου.

- Αύριο κλείνω τα δεκαπέντε και είμαι μεγάλη. Δε θα με ελέγχεις πια τι κάνω και τι δεν κάνω. Και δε σου επιτρέπω να με κατασκοπεύεις όταν μιλώ στο διάλειμμα με το συμμαθητή σου τον Αλέξανδρο. 

- Έχεις καταλάβει, κοκόνα μου [γιατί όταν θύμωνε ο Αχιλλέας, με έλεγε κοκόνα του; Πώς και δεν τον ρώτησα ποτέ μου;], τι γίνεται αυτή τη στιγμή στο νησί; Πήρες καθόλου είδηση; 

- Ό,τι γίνεται αυτή τη στιγμή στο νησί είναι μια μεγάλη απερισκεψία, μπήκε κι η μάνα μου στην κουβέντα φουρκισμένη. Κι αν εσύ συνεχίσεις να κάνεις το παλικάρι, λεβέντη μου, ο πατέρας σου θα χάσει τη δουλειά του και θα πεινάσουμε όλοι μας.

- Παρά να είμαι δούλος αυτών... αυτών των χέσηδων... αυτών των χαραμοφάηδων... που απομυζούν το αίμα των λαών, χίλιες φορές καλύτερα να πεθάνω από την πείνα, είπε ο Αχιλλέας. 

Ηχούσε τόσο αληθινή η φωνή του, είχε μια τέτοια λαχτάρα [λαχτάρα για τι, για ποιο πράγμα;], που δε μιλήσαμε, ούτε εγώ ούτε η Αιμιλία. Η μάνα μου ξέχασε τις συνηθισμένες αντιρρήσεις της. Πήγε να τον σταυρώσει τρεις φορές και είπε "Ο Θεός να φυλάει όλον τον κόσμο, παιδί  μου, και σένα μαζί". 

Θυμούμαι, πως εκείνο το απόγευμα ο πατέρας σχόλασε από το Κτηματολόγιο, όπου εργαζόταν, ενωρίς. Μας χαιρέτησε με μισή καρδιά, όπως μου φάνηκε, και βυθίστηκε στο διάβασμα της Ελευθερίας

- Γιάννη, είπε η μάνα μου ανήσυχη, έγινε τίποτε; 

- Οι Εγγλέζοι σκότωσαν δυο παλικάρια, είπε ο πατέρας. Το κακό ξεκίνησε...

- Και χίλιους δυο να σκοτώσουν, πάλιν δε θα το βάλουμε κάτω, άρχισε πάλιν να χειρονομεί ο Αχιλλέας. Γιατί καόμαστε και μοιρολογούμε; Είναι ήρωες αυτοί, ήρωες!

- Καημένοι γονιοί, κλαψούρισε η μάνα μου, καημένοι γονιοί!

"Σφάξε μας ούλους τσ ας γενεί το γαίμα μας αυλάτζιν
κάμε τον κόσμον ματζελειόν τσιαί τους Ρωμιούς τραούλλια
αμμά ξερε πως ύλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τριακόσια παραπούλια!" 
[Απόσπασμα από το επικό ποίημα του Κύπριου εθνικού ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη]

- Πάρτε, διαβάστε, να ζεστάνει το αίμα σας λίγο, να σας φύγει τούτος ο φόβος των δούλων, γιατί δούλοι είσαστε όλοι... δούλοι, είπε ο Αχιλλέας αρπάζοντας από τη βιβλιοθήκη την Ενάτη Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη, που την είχε πάντα πρόχειρη και τελευταία τη διάβαζε συνέχεια. Δεν καταλαβαίνετε ότι τώρα, τώρα αρχίζουμε να υπάρχουμε ως λαός, να γράφουμε ιστορία;

- Η ιστορία δε γράφεται με το συναίσθημα, παρά με αμείλικτη λογική και σοβαρότητα! Ούτε οι Αγώνες γίνονται με τα μεγάλα λόγια, είπε ήρεμα και ο πατέρας. 

- Αν με αυτό εννοείς, πατέρα, ότι για ν' αποκτήσει κανένας την ελευθερία του, πρέπει πρώτα να κάνει χίλιες δυο συσκέψεις με χίλιους δυο αρτηριοσκληρωτικούς γέρους, τότε ξέχασέ το! Πάντα δούλοι θα κοιμόμαστε και δούλοι θα ξυπνούμε. Φαίνεται πως εντέλει η ελευθερία είναι υπόθεση μόνο εμάς των νέων.

- Εμένα, δεν είναι δική μου υπόθεση, είπε η Αιμιλία και κοίταξε σταθερά τον αδερφό μας. 

- Άνθρωποι σαν και σένα δεν πρέπει να λογαριάζονται, είπε σκληρά εκείνος. 

- Αυτό θα το δούμε στο τέλος της ιστορίας, αντιμίλησε εκείνη και έτρεξε στο δωμάτιό μας. Πρόφτασα όμως να δω τα μάτια της, που είχαν γεμίσει δάκρυα.

Σχόλιο
Έντονος συναισθηματισμός είναι διάχυτος σε όλο το έργο. Παρότι οι δραματικές σκηνές δεν αφθονούν, όταν τις συναντάμε είναι πραγματικά εξαιρετικές... οι εικόνες ζωντανεύουν μπροστά μας σαν να βρισκόμαστε σε κινηματογράφο. Με μεγάλη μαεστρία, η συγγραφέας καταφέρνει να συμπαρασύρει τις καρδιές μας να χτυπούν μαζί με αυτές των χαρακτήρων. Έτσι, πότε νιώθουμε τον ξέφρενο νεανικό ενθουσιασμό που δεν λογαριάζει τίποτα μπροστά στην ελευθερία, και πότε σταματάμε και αναρωτιόμαστε με αντιπολεμική ευαισθησία πού η "απερισκεψία" μπορεί να οδηγήσει (σ.106). Ενδιαφέρων είναι και ο τρόπος γραφής, τόσο σε ό,τι αφορά τον συνδυασμό των ντοπιολαλιών (κυπριακή διάλεκτος, ελληνικά Τουρκοκυπρίων αλλά και σπαστά καθαρευουσιάνικα των Άγγλων φιλελλήνων) όσο και σε σχέση με τις σκέψεις της συγγραφέως που εμφανίζονται σε αγκύλες, καθώς ουσιαστικά παραμιλάει, αναθυμούμενη πρόσωπα και καταστάσεις καθώς γράφει.

Η αναπηρία είναι αυτή τη φορά στην πλευρά του αντιπάλου, καθώς παράλυτος είναι ο γιος του Άγγλου συνταγματάρχη. Τι νιώθουμε άραγε για τον μισητό εχθρό όταν ταλαιπωρείται από ένα πρόβλημα υγείας; Τον κάνει αυτό λιγότερο αντιπαθητικό, και μπορεί ίσως να επηρεάσει τη γενικότερη θέση μας σχετικά με το ποιον πολεμάμε και γιατί;


Οι ρόλοι των δύο φύλων φαίνονται καθορισμένοι, ακόμα και αν στην οικογένεια επικρατεί κλίμα προοδευτικό, καθώς η κοινωνία στην οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα είναι παραδοσιακή. Ο πατέρας προσπαθεί να διατηρεί την ψυχραιμία του σε κάθε περίσταση, ενώ στη μάνα επιτρέπεται να συγκλονίζεται και να μας συγκλονίζει. Ο μεγάλος αδελφός προσέχει τις αδελφές του αλλά και τις περιορίζει, ενώ οι ίδιες είναι ελεύθερες να αισθάνονται αλλά όχι πάντα να αποφασίζουν για το τι θα πράξουν.

Σε σχέση με το θρησκευτικό συναίσθημα, συναντάμε δύο πόλους: από τη μια τη μητέρα που σε κάθε ευκαιρία "καπνίζει" (θυμιατίζει) κόρες και σπίτι, προσπαθώντας να ξορκίσει το κακό, και από την άλλη την αφηγήτρια και το νεαρό Άγγλο που αμφιβάλλουν άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο ανοιχτά για τη λειτουργία της θείας Πρόνοιας.

Για όσους ενδιαφέρονται, να σημειώσουμε ότι στο κείμενο γίνεται αναφορά τόσο σε παιδικά βιβλία της εποχής (σ.61-63) όσο και σε παραδοσιακά κυπριακά εδέσματα (σ.75).


Η αγάπη της συγγραφέως για την αρχαία ελληνική κληρονομιά θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, καθώς κάνει την εμφάνισή της με διάφορους τρόπους: από τα ονόματα των χαρακτήρων (Αχιλλέας, Αθηνά, Αλέξανδρος), τις παρομοιώσεις (αυτό το παλικάρι είναι σαν αρχαίος Έλληνας θεός) και τον φιλελληνισμό των Άγγλων, μέχρι τη βαρύτητα που προσδίδεται στην σχολική παράσταση του Αγαμέμνονα, η οποία ουσιαστικά διατρέχει με την προετοιμασία της ολόκληρο το έργο. Για τους φίλους της αρχαίας τραγωδίας, το συγκεκριμένο έργο του Αισχύλου (πρώτο μέρος της τριλογίας "Ορέστεια") ανεβαίνει από το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης αύριο (2 Σεπτεμβρίου) στο Ηρώδειο.
σκηνή από ανέβασμα του Αγαμέμνονα το 2001 (πηγή)

Χρήση στην τάξη
Εκτός από την αξία του ως κειμένου, το συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να γίνει αφορμή για να συζητήσουμε με τα παιδιά σε μια πιο ανθρώπινη βάση το κυπριακό πρόβλημα, όπως αυτό παρουσιάζεται στην ύλη της Ιστορίας της Στ'. (σελ. 225)

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...