Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Η Ρίκι κι ο Σιλβάτικος στην κορυφή του κόσμου

Υπόθεση
Η Ρίκι, μια τυφλοποντικίνα που θέλει να κάνει φιλίες με τους «εχθρούς» των τυφλοπόντικων και με τα ζωάκια που θα έπρεπε να θεωρεί «θύματά» της, ζει με τον δασικό ποντικό Σιλβάτικο στα δέντρα. Όταν τα παιδιά τους μεγαλώνουν και ακολουθούν το δρόμο τους, το ζευγάρι αποφασίζει να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στην ψηλότερη κορυφή του κόσμου, το Έβερεστ. 

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Λεία Χατζοπούλου - Καραβία
Εικονογράφηση: Λίζα Ηλιού
ISBN: 960-16-1663-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2004
Σελίδες: 125
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γ’, Δ’

Κριτική
Ταξιδιωτικό διήγημα με δύο ζωάκια να φτάνουν στην άλλη άκρη του κόσμου χάρη στη βοήθεια της ανθρώπινης φιλίας και της αγάπης. Το έβδομο βιβλίο της σειράς «Η Ρίκι κι η φαμίλια της» από την πολυγραφότατη συγγραφέα. Προσωπικά ωστόσο, με εξαίρεση τα πολύ συμπαθητικά ποιηματάκια (που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και μέσα στην τάξη, ιδιαίτερα σε επίπεδο Β' Δημοτικού), το βρήκα σχετικά αδιάφορο και κάποιες φορές μπήκα στον πειρασμό να το εγκαταλείψω. Και τούτο, παρότι τα δύο πλάσματα ταξιδεύουν μέχρι τα Ιμαλάια, αφού το βάρος της αφήγησης δεν πέφτει στην περιπέτεια και τη δράση, αλλά αναλώνεται σε διδάγματα αδελφοσύνης και πανανθρώπινης φιλίας.

Η γραφή επίσης δεν βοηθάει ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα ακόμα και τα ενδιαφέροντα ή διδακτικά που έχει να δώσει το κείμενο, να εμφανίζονται συχνά με τρόπο έμμεσο και επιτηδευμένο, γεγονός που μπορεί να κουράσει μικρούς ή μεγάλους αναγνώστες.

Η γραμματοσειρά είναι μετρίου μεγέθους και η εικονογράφηση ασπρόμαυρη αλλά παρούσα κάθε 4-5 σελίδες κειμένου, ωστόσο το βιβλίο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, και έτσι δυσκολεύει τους μαθητές που θέλουν να πάρουν μια ανάσα προτού συνεχίσουν την ανάγνωση.

Θα το θεωρούσαμε κατάλληλο για παιδιά Γ’ και Δ’ τάξης, ενώ αγόρια και κορίτσια που ενδιαφέρονται για τα ταξίδια, την ορειβασία ή τους πολιτισμούς της Ανατολής, υπάρχει πιθανότητα να το συμπαθήσουν περισσότερο.

Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το βιβλίο μια πολύ καλή εισαγωγή για παιδιά που επιθυμούν να γνωρίσουν το Νεπάλ, ή να προσηλυτιστούν στον βουδισμό. Οι μικροί αναγνώστες θα έρθουν σε επαφή με δυσπρόφερτα τοπωνύμια όπως Μπαγκνταπούρ (Bhaktapur), ονόματα όπως Σουγκντάρ και λέξεις όπως Γκουχάαρ, ενώ μπορούν να μάθουν να μετράνε «εκ, ντούι, τίιν, τσαρ, παντς, τσα, σάατ, άατ, νάου, ντας» και να χαιρετούν «Ναμαστέ, Σάανο Σάαμπ, Σάανο Μέμσααμπ» στα νεπαλέζικα. Θα διαβάσουν επίσης τον μύθο του Βούδα και του θεού Σουαγιανμπού και θα σιγοψιθυρίσουν την προσευχή: «Ω μάνι πάντμε χαμ» (Ω άνθος του λωτού).

Όσοι αναζητούν περισσότερο πρακτικά οφέλη από το βιβλίο, ίσως εκτιμήσουν κάποιες -αμφιβόλου χρησιμότητας αλλά αδιαμφισβήτητης δυσκολίας- λέξεις (όπως γεννήτορες, άπτεροι, δυοίν) που φυτρώνουν μέσα στο κείμενο με σκοπό πιθανόν να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιο των παιδιών. Άλλοι πάλι, ίσως ανακαλύψουν ότι τα δύο τρωκτικά – πρωταγωνιστές, στην προσπάθειά τους να συγκρατήσουν ονόματα όπως Μπουπατίντρα ή Τσομολούγκμα, αποκαλύπτουν στους αναγνώστες κάποιες στρατηγικές απομνημόνευσης, όπως το να κόβουν τις δύσκολες λέξεις στα δύο ή να τις συνδέουν με κάτι που βγάζει νόημα.

Όπως όμως και να το δει κανείς, το τέλος της ανάγνωσης μας αφήνει με προβληματισμούς και απορίες σχετικά με τα όποια διδάγματα: Όταν ο τυφλοπόντικας έχει μεγάλα μάτια και δεν τρώει άλλα ζωάκια, είναι «καλός» ή απλώς αλλοτριωμένος; Πώς οφείλει να συμπεριφέρεται ο άνθρωπος στους συνανθρώπους του και πώς στα άλλα ζώα και τη φύση, αν θέλει να νιώθει και αυτός «καλός»; Και είναι άραγε θεμιτό να εναντιώνεται κανείς στη φύση του; Ευκαιρία για μια καλή συζήτηση...

Αξίες - Θέματα
Διαφορετικότητα, Αγάπη, Φιλία.

Απόσπασμα 
Κοίταξαν κάτω χωρίς γυαλιά. Ακόμα λευκότερες οι γύρω κορυφές, πιο αστραφτερά τα ποτάμια, πιο πολύχρωμες οι πολιτείες. Κι ολόγυρα ησυχία απόλυτη. Τα βήματά τους δεν ακούγονταν παρά σαν ελάχιστο τρίξιμο πάνω στο σκληρό χιόνι. Κι όμως…

Ξάφνου ακούστηκε ένα απόμακρο «ΟΥΜ ΟΥΜ! ΟΥΜ ΟΥΜ!». Να βογκούσε άραγε ο Χιονάνθρωπος; Στράφηκαν για μια εξήγηση στο σιρντάρ τους.

- Μέχρι εδώ φτάνει αχνός ο ήχος από τις μεγάλες σάλπιγγες των βουνίσιων μοναστηριών, είπε αυτός. Χτυπά από κορφή σε κορφή και κάνει κύματα ήχου.

- Στον τόπο μου τα λέμε ηχώ, είπε ο Μάκης. Η ηχώ αρχίζει δυνατά, κι από χτύπημα σε χτύπημα γίνεται όλο πιο αχνή. «ΟΥΜ ΟΥΜ! ΟΥΜ ουμ! Ουμμμμ!»

Μόλο που φορούσαν μπότες και παχιά γάντια, ένιωθαν τα δάχτυλά τους παγωμένα. Λες να έσπαγαν κάποια στιγμή με ένα τρίξιμο;

- Πρέπει να αρχίσουμε την κατάβαση, είπε ο πατέρας του Πασάνγκ.

- Μια στιγμή ακόμη, παρακαλώ, έκανε ο Μάκης.

Έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή, όπως κάτω, στην πόλη Μπαγκνταπούρ, στο λόφο Σουαγιανμπού, στο βουνίσιο μοναστήρι. Φωτογράφισε τα τοπία γύρω, μετά τον Σιλβάτικο να κρατά από τους ώμους τη Ρίκι, κι ύστερα ρώτησε:

Μου επιτρέπεις, σιρτνάρ, να φωτογραφίσω εσένα και το γιο σου, για να σας θυμόμαστε όταν γυρίσουμε στον τόπο μας;

-  Οι Σέρπα πιστεύουν ότι όποιος τους παίρνει φωτογραφία παίρνει ένα κομμάτι από την ψυχή τους, είπε ο πατέρας του Πασάνγκ. Δεν αφήνουμε να μας φωτογραφίζουν λοιπόν. Όμως εσένα σε αγαπήσαμε, γιατί φέρνεσαι στα ζώα σαν να ξέρεις ό,τι ξέρουμε κι εμείς: ότι δηλαδή όλα τα ζωντανά είμαστε δεμένα μεταξύ μας, κι ίσως παλιά ένας άνθρωπος ήταν ψάρι, πίθηκος, ελέφαντας, ποντίκι… Γι’ αυτό ευχαρίστως θα σου δώσουμε ένα κομμάτι από την ψυχή μας.

Πέρασε το χέρι γύρω από τους ώμους του Πασάνγκ, κι ο Μάκης τους φωτογράφισε και τους ευχαρίστησε από καρδιάς για τη χάρη που του έκαναν.

- Αρκετά χασομερήσαμε, κι οι δυνάμεις μας ξοδεύονται γρήγορα εδώ πάνω, είπε ο σιρντάρ. Η κατάβαση είναι δυσκολότερη ίσως από την ανάβαση. Μπρος λοιπόν!

Κράτησαν πάλι γερά το σχοινί. Ο Πασάνγκ πήγαινε πρώτος, μα αυτή τη φορά ο πατέρας του έμενε τελευταίος απ’ όλους για να τους κρατά γερά, μη γλιστρήσουν και πέσουν στο κενό.

Κατασκήνωσαν ξανά στο ίδιο μέρος, μόνο για μια νύχτα. Τα τρόφιμά τους είχαν σχεδόν τελειώσει. Έφαγαν από δυο μπουκιές και τραγάνισαν ένα πολύ ξερό πράμα, σαν κάποιες ρίζες στο δάσος τους, το καταχείμωνο.

- Είναι θρεπτικό, είπε ο Πασάνγκ. Πρώτα νοιαζόμαστε για το σώμα μας. Όταν βρεθούμε σε άνεση, νοιαζόμαστε και για τον ουρανίσκο μας.

Θα έκαναν υπομονή μέχρι να φτάσουν χαμηλότερα, για να ευχαριστήσουν και τον ουρανίσκο τους με ωραίες γεύσεις.

Την επόμενη μέρα προχώρησαν μέχρι το μοναστήρι. Οι μοναχοί τώρα τους υποδέχτηκαν με σεβασμό για το δύσκολο κατόρθωμά τους. Τους ετοίμασαν να πιουν βρασμένα βότανα για να ξαναμαζέψουν δύναμη, και τους προσέφεραν ό,τι πιο θρεπτικό είχαν στα ντουλάπια τους.

Μια νύχτα μόνο έμειναν κι εκεί, και με το πρώτο «ΜΠΟΥΜ! ΜΠΟΥΜ!» και «ΟΥΜ! ΟΥΜ!» συνέχισαν το κατέβασμά τους.


Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...