Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Όμορφη πορτοκαλιά μου


Υπόθεση
Ο Ζεζέ είναι ένα πολύ ζωηρό αγοράκι μιας πολυμελούς (και πάμφτωχης) οικογένειας που ζει στο Ρίο της Βραζιλίας στη δεκαετία του 1920. Οι σκανδαλιές του δεν συγχωρούνται όπως συνήθως συμβαίνει στα παιδικά βιβλία ή τις ευκατάστατες οικογένειες (βλ. Τρελαντώνης), αλλά ξεπληρώνονται με άγριο ξύλο και τιμωρίες. Όταν η φαμίλια του μετακομίζει σε νέο σπίτι (επειδή χρωστάει τα νοίκια στο προηγούμενο), ο ευαίσθητος μικρός βρίσκει στην πίσω αυλή του μια πορτοκαλιά και δένεται μαζί της, σαν να συνάντησε σε αυτήν έναν αληθινό φίλο.

Χαρακτηριστικά 

Εκδότης: Κέδρος (πλέον Μεταίχμιο)
Συγγραφέας: Χοσέ (Ζοζέ) Μάουρο ντε Βασκονσέλος (José Mauro de Vasconcelos)
Εικονογράφηση: Σοφία Ζαραμπούκα
Μετάφραση: Άλκη Ζέη
Τίτλος πρωτοτύπου: O Meu Pé de Laranja Lima
ISBN: 960-04-0357-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 1968 (στα ελληνικά 1978)
Σελίδες: 198
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ πλέον εδώ
Τάξεις: Στ’, Γυμνάσιο

Κριτική
Συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό διήγημα του δασκάλου και συγγραφέα Ζοζέ Μάουρο ντε Βασκονσέλος, που ξεχειλίζει από ανθρωπιά και αγάπη. Παρότι το κείμενο είναι γραμμένο πριν περίπου μισόν αιώνα, οι καταστάσεις στις οποίες αναφέρεται είναι δυστυχώς ακόμα σύγχρονες (η αδικία ποτέ δεν πεθαίνει), ενώ η ζωντάνια των χαρακτήρων και ο πικρός ρεαλισμός δεν αφήνουν τον αναγνώστη να κλείσει το βιβλίο!

Την απόδοση στα ελληνικά έχει επιμεληθεί η μεγάλη Άλκη Ζέη και έτσι η παρασπονδία της μετάφρασης από τα γαλλικά αντί για τα Πορτογαλικά (γλώσσα στην οποία γράφτηκε το κείμενο), δεν δημιουργεί παρά ελάχιστα προβλήματα (μια δυο φορές π.χ. ίσως αναρωτηθούμε σε ποιον αναφέρεται μια αντωνυμία).

Οι χαρακτήρες είναι πέρα για πέρα πειστικοί (άλλωστε πρόκειται για ιστορία βασισμένη σε αληθινά βιώματα), αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με μεγάλη φυσικότητα και επηρεάζουν τα γεγονότα της ιστορίας με τρόπο ώστε να εξελίσσεται γρήγορα αλλά ρεαλιστικά.

Στα αρνητικά σημεία η παντελής απουσία εικονογράφησης, ενώ προβληματίζουν κάποιες σκληρές εικόνες –οι ξυλοδαρμοί ή όταν π.χ. το πόδι του ήρωα τραυματίζεται και το αίμα του ανακατεύεται με βρωμόνερα- αλλά και φράσεις -διαόλου σπέρμα τον αποκαλούν και ο χαρακτηρισμός τον σημαδεύει και τον γεμίζει παράπονο- που επιβάλλουν να προτείνουμε το βιβλίο μόνο για παιδιά Στ’ τάξης ή μεγαλύτερα. Στο οπισθόφυλλο ωστόσο, ο εκδότης θεωρεί το ανάγνωσμα κατάλληλο και για παιδιά 10 ετών (Ε’ τάξης).

Παρά τις όποιες ατέλειες, το βιβλίο τα έχει όλα και οφείλουμε να το διαβάσουμε μικροί και μεγάλοι, παιδιά, εκπαιδευτικοί και γονείς. Πιστεύω όμως ότι με τον ήρωα θα μπορέσουν να ταυτιστούν ευκολότερα τα ζωηρά αγόρια που νιώθουν μονίμως αδικημένα.

Ο μικρός Ζεζέ μπορεί να είναι φτωχός, όμως αποδεικνύεται πάμπλουτος σε  φαντασία και συναισθήματα. Τα μοιράζεται μαζί μας και πρωταγωνιστεί σε ένα από τα ωραιότερα παιδικά αναγνώσματα που έχουν γραφτεί ποτέ. Ένα κείμενο σαν τριαντάφυλλο, που μας μαγεύει με το άρωμά του, αλλά και μας πληγώνει την ψυχή με τα αγκάθια του. Πολλές σκηνές είναι εξαιρετικές, όμως ξεχωρίζει το συμβάν των Χριστουγέννων, όπου ο Ζεζέ πληγώνει τον πατέρα του κατά λάθος και μετά βγαίνει στους δρόμους με το κασελάκι του λούστρου για να μπορέσει να εξιλεωθεί αγοράζοντάς του ένα ταπεινό δωράκι.

Το βιβλίο δεν φοβάται να μιλήσει για την ανισότητα, την «Αθλιότητα και Πείνα», σε έναν κόσμο που οι πλούσιοι και οι φτωχοί ζούνε τόσο κοντά, αλληλεπιδρούν, συνδιαλέγονται… σε τέτοιο βαθμό που θα νόμιζε κανείς ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Κι όμως, το παιδί που κάθε πρωί κοιτάζει να φορέσει το βρακί με τις λιγότερες τρύπες, που κρατάει τα πάνινα παπούτσια του στο χέρι για να μην τα φθείρει ως το σχολείο, συνεχίζει να περνάει δίπλα από τους ιδιωτικούς κήπους των πλουσίων και όλα μένουν ίδια.

Από το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, σ’ ένα παιδί που μετράει παντοφλιές, λοιπόν. Πολύ χρήσιμο το ανάγνωσμα και για τους εκπαιδευτικούς, καθώς δίνει με καθαρότητα την οπτική του παιδιού που ενώ παντού έχει το όνομα του «βρισιάρικου παλιόπαιδου», μόλις συναντήσει την ενίσχυση και τη βράβευση της δασκάλας που πιστεύει σ’ αυτό, επιλέγει να μην κάνει διαβολιές στο σχολείο, ώστε να μην την απογοητεύσει. Βλέπουμε από την άλλη σε εφαρμογή και αρκετές από τις τεχνικές (π.χ. ύφος πληγωμένο ελαφάκι) που χρησιμοποιούν τα σκανδαλιάρικα παιδιά για να προσεταιριστούν τους πιο «πονόψυχους» μεγάλους, όταν χρειάζονται την προστασία τους. Το δίδαγμα; παρόμοιο με αυτό στο οποίο μας οδηγεί το έργο Ντοστογέφσκι. Δεν υπάρχουν «καλά» και «κακά» παιδιά. Υπάρχουν άνθρωποι, διαρκώς ανοιχτοί σε στις θετικές και αρνητικές επιρροές του περιβάλλοντος. Άνθρωποι που διαλέγουν τον δρόμο τους: τη μια στιγμή αγκαλιά με ένα άγιο, και την άλλη δέσμιοι του διαβόλου.

Αξίες - Θέματα
Ανθρωπιά, Αγάπη, Υπευθυνότητα, Χιούμορ, Οικογένεια, Ανισότητα, Περιβάλλον, Αξιοπρέπεια, Μουσική, Εκπαίδευση.

Απόσπασμα 
- Ξέρεις, Πορτοκαλιά, τι είναι το «καθώς πρέπει»;
- Ένας «καθώς πρέπει» είναι να πούμε κάτι σαν πρίγκηπας.

Κάθε μέρα μ’ άρεσε όλο και περισσότερο στο σχολείο και τα κατάφερνα όλο και καλύτερα. Κανένας δεν είχε παράπονο μαζί μου. Η Γκλόρια έλεγε πως κλειδαμπάρωσα το διαβολάκι μου στο ντουλάπι κι έγινα άλλο παιδί.

- Το πιστεύεις εσύ, Πορτοκαλιά μου;

- Φυσικά και το πιστεύω.

- Αφού είναι έτσι, δε σου λέω κι εγώ το μυστικό μου.

Έφυγα μουτρωμένος. Εκείνη δεν ανησύχησε, ήξερε πως δε μου κρατάει για πολύ.

Το μυστικό ήτανε γι’ απόψε κι η καρδιά μου χοροπηδούσε από λαχτάρα. Επιτέλους, σφύριξε η σειρήνα του εργοστασίου και οι άνθρωποι γύρναγαν στα σπίτια τους. Σαν καλοκαιριάζει οι μέρες είναι ατέλειωτες. Η ώρα για το δείπνο δε λέει να φτάσει. Καθόμουνα στην καγκελόπορτα και κοίταζα ένα γύρο κι ούτε που μου πέρναγε από το μυαλό καμιά σκανταλιά, ούτε φίδι ούτε τίποτα. Έμεινα κάμποσο περιμένοντας τη μαμά. Η Ζαντίρα τα ‘χε χαμένα με την τόση μου φρονιμάδα και με ρωτούσε μπας κι έφαγα τίποτα άγουρα φρούτα και μ’ έπιασε  πονόκοιλος.

Η μαμά φάνηκε πιο πέρα. σίγουρα αυτή ήτανε. Κανένας άλλος στον κόσμο δεν της μοιάζει. Πετάχτηκα σαν σαΐτα κι έτρεξα να την προϋπαντήσω.

- Την ευχή σου, μανούλα.

Της φίλησα το χέρι. Παρ’ όλο που ο δρόμος μας φωτιζότανε μ’ ένα αδύνατο λαμπιόνι, μπορούσα να δω το πρόσωπό της που φαινόταν κατακουρασμένο.

- Δούλεψες πολύ σήμερα, μαμά;

- Πολύ, αγόρι μου. Και μ’ αυτή τη ζέστη πεθαίνεις κάτω στα εργαστήρια

- Δώσ’ μου το σακούλι σου, είσαι κουρασμένη.

Μου έδωσε το σακούλι της που είχε την άδεια καραβάνα, που έβαζε το φαγητό της.

- Έκανες πάλι τίποτα τρέλες σήμερα;

- Σχεδόν καμία, μαμά.

- Γιατί με περίμενες;

- Μ’ αγαπάς μια σταλίτσα;

- Βέβαια και σ’ αγαπώ, σαν όλα τ’ αδέρφια σου.

- Ξέρεις τον Ναρντίνιο; Τον ανιψιό του Κουτσάλογου;

Γέλασε.

- Η μαμά του, που λες, του σκάρωσε ένα κοστούμι μούρλια. Πράσινο, με άσπρα σιρίτια. Κι ένα μικρό γιλέκο που κουμπώνει ίσαμε το λαιμό. του ‘ρχεται όμως πολύ μικρό. Κι ούτε έχει μικρότερο αδερφάκι για να του το δώσει. Λέει πως το ‘χει για πούλημα… Θες να το αγοράσεις;

- Ωχ, αγοράκι μου! Να ‘ξερες τι δύσκολα περνάμε.

- Μπορούμε να το πληρώσουμε με δόσεις. Δεν κάνει ακριβά. Μόνο τα υλικά λέει να πληρώσουμε και τον κόπο μας τον χαρίζει.

Άρχισα κάτι παρακάλια…

- Μαμά, είμαι ο πιο καλός μαθητής στην τάξη μου. Η δασκάλα μου λέει πως θα ‘χω καλούς βαθμούς. Παρ’το μου, μανούλα. Πάει τόσος καιρός που δε φόρεσα καινούριο ρούχο.

Σώπαινε. Κι εγώ ήμουνα όλος λαχτάρα.

- Αν δε μου το πάρεις, μαμά, δε θα ‘χω ποτέ στη ζωή μου στολή ποιητή. Η Λαλά θα μου κάνει ένα φιόγκο από ένα κομμάτι μεταξωτό που έχει.

- Καλά, αγόρι μου, θα σου το πάρω. Θα δουλέψω μια βδομάδα υπερωρία και θα σου το πάρω.

Τότε της φίλησα τα χέρια και φτάσαμε στο σπίτι με το μάγουλό μου ακουμπισμένο στο χέρι της.

Έτσι απόχτησα τη στολή του ποιητή. Μου πήγαινε τόσο πολύ, που ο θείος Εντμούντο με πήγε να βγάλω φωτογραφία.

****

Σχολείο, Λουλούδι, Λουλούδι, Σχολείο…

Όλα κυλούσανε μια χαρά ως τη μέρα που ο κυρ Γκοντοφρέντο μπήκε στην τάξη μας. Ζήτησε συγνώμη και τράβηξε κατευθείαν στη δασκάλα μας. Κάτι της είπε ψιθυριστά κι έδειξε το λουλούδι μέσα στο βάζο. Ύστερα έφυγε. Η κυρία Καικιλία με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα όλο λύπηση. Όταν χτύπησε το κουδούνι με φώναξε κοντά της.

- Έχω κάτι να σου πω, Ζεζέ. Περίμενε ένα λεπτό

Μάζευε και ξαναμάζευε τα πράγματά της μέσα στην τσάντα της. Φαινότανε πως δεν της πήγαινε η καρδιά της να μου μιλήσει και χασομερούσε επίτηδες.

Ο κύριος Γκοτνοφρέντο μου είπε κάτι πολύ κακό για σένα, Ζεζέ. Να το πιστέψω;

Έγνεψα ναι με το κεφάλι.

- Για το λουλούδι; Αλήθεια σας είπε.

- Πώς τα κατάφερες;

- Σηκώνομαι λίγο πιο νωρίς και περνάω από τον κήπο του Σεργκίνιο. Καμιά φορά η καγκελόπορτα είναι μισάνοιχτη, τρυπώνω μέσα και σουφρώνω το λουλούδι. Έχει τόσα πολλά, που ούτε φαίνεται πως λείπει ένα.

- Ναι. Μα αυτό δεν είναι καλό. Δεν πρέπει να το ξανακάνεις. Δεν είναι εντελώς κλεψιά, μα είναι κιόλας μια αρχή.

- Όχι, κυρία Καικιλία. Τα λουλούδια δεν είναι κανενός. Είναι σαν τον αέρα. Είναι για όλο τον κόσμο.

Με κοίταζε απορημένη.

- Τι να ‘κανα; Σπίτι δεν έχουμε λουλούδια. Να τ’ αγοράσεις, κάνουνε του κόσμου τα λεφτά. Δεν ήθελα το βάζο στο τραπέζι σαν να ‘ναι πάντα αδειανό.

Αναστέναξε:
- Έχεις χρυσή καρδιά, Ζεζέ. Θα μου υποσχεθείς όμως κάτι.

- Να σας υποσχεθώ, μα δεν μπορώ να σας πω ψέματα.  Δεν έχω και τόσο χρυσή καρδιά. αν με βλέπατε από καμιά μεριά στο σπίτι…

- Δεν ξέρω τι κάνεις σπίτι. Για μένα έχει χρυσή καρδιά Με λίγα λόγια, δε θέλω να μου ξαναφέρεις λουλούδι. Εκτός κι αν σου το χαρίσουνε. Σύμφωνοι;

- Σύμφωνοι. Το ποτήρι όμως θα ‘ναι άδειο.

- Όχι, Ζεζέ. Τούτο το ποτήρι δε θα ‘ναι ποτέ άδειο. Όταν το κοιτάζω θα βλέπω μέσα το πιο όμορφο λουλούδι του κόσμου. Και θα συλλογιέμαι πως μου το πρόσφερε ο πιο καλός μαθητής μου.

Τώρα χαμογελούσε και μου είπε με γλυκιά φωνή:

- Πήγαινε τώρα, μικρό κομμάτι μάλαμα…

Εχ, και να ‘ξερε!
Ο μικρός Ζεζέ προσφέρει στη δασκάλα του λουλούδια.
Σκηνή από την ταινία (1970) που βασίστηκε στο βιβλίο (πηγή)


Share/Bookmark

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καταπληκτικό...Το διάβασα όταν ήμουν 9 ετών και δέθηκα πολύ μαζι του. Ένιωθα πως περιέγραφε εμένα, παρόλο που η ζωη μου ήταν πολυ πιο ευκολη απο του συγγραφέα. Τωρα στα 31, ακόμα θυμάμαι πόσο αγάπησα αυτο το βιβλιο και τον Ζεζε...

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...